Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Λεξικό

σανσόν (chanson)

Κοσμικό τραγούδι με γαλλικά λόγια, κυρίως τα πολυφωνικά τραγούδια από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα.

σαραμπάντ ((sarabande))

Αργός χορός σε τριμερές μέτρο (με προέλευση από τη Λατινική Αμερική), συνήθως ο τρίτος μιας τυπικής μπαρόκ σουίτας.

σειραϊσμός ή ολικός σειραϊσμός (total serialism)

Η επέκταση της ιδέας δημιουργίας σειρών σε άλλες μουσικές παραμέτρους πέρα από τις νότες, όπως ο ρυθμός, το ηχόχρωμα ή η δυναμική.

σόλο κοντσέρτο

Έργο για σόλο όργανο και ορχήστρα.

σονάτα

Από το ιταλικό suonare, δηλ. παράγω ήχο με όργανα. Την περίοδο Μπαρόκ, η σονάτα ήταν ένα οργανικό κομμάτι με μέρη αντίθετου χαρακτήρα και διάθεσης. Την Κλασική και Ρομαντική περίοδο, η λέξη σονάτα δήλωνε ένα μουσικό είδος με αρκετά μέρη για ένα ή δύο σόλο όργανα.

σονάτα δωματίου (sonata da camera)

Μπαρόκ οργανική σύνθεση που αποτελείται από εναλλαγή αργών και γρήγορων χορών (σουίτα) για ένα ή περισσότερα μελωδικά όργανα και μπάσο κοντίνουο.

σουίτα (suite)

Κομμάτι που αποτελείται από διαδοχικούς στιλιζαρισμένους χορούς.

στίλε μοντέρνο ή σεκόντα πράτικα (stile moderno, seconda pratica)

Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Κλάουντιο Μοντεβέρντι για να περιγράψει το νέο συνθετικό ύφος, στο οποίο οι παλαιοί κανόνες σύνθεσης (stile antico ή prima pratica) μπορούν να παραβιαστούν προκειμένου να αποδοθεί το συναίσθημα που περιγράφει το κείμενο.

στρέτο (stretto)

Αλλεπάλληλες, σχεδόν ταυτόχρονες παρουσιάσεις του θέματος μιας φούγκας.

συμβολισμός (symbolism)

Γαλλικό λογοτεχνικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, που εστιάζει όχι στην πιστή περιγραφή, αλλά στην απόδοση εντυπώσεων και αισθήσεων μέσω συμβόλων.

συμφωνία (symphony)

Μεγάλο έργο για ορχήστρα χωρίς σολίστες, συνήθως σε τέσσερα μέρη.

συμφωνικό ποίημα

Ονομασία που έδωσε ο Φραντς Λιστ στα προγραμματικά ορχηστρικά του έργα σε ένα μέρος (αντί για τέσσερα ή περισσότερα που έχουν οι συμφωνίες), τα οποία αποδίδουν μια ιστορία, ιδέα, σκηνή ή ατμόσφαιρα μέσα από θέματα που επαναλαμβάνονται παραλλαγμένα ή μεταμορφωμένα (θεματική μεταμόρφωση).

συνεχές βάσιμο

βλ. μπάσο κοντίνουο

συνολικό έργο τέχνης (γερμ. Gesamtkunstwerk)

Ονομασία που έδωσε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στα μουσικά του δράματα, στα οποία πίστευε ότι πρέπει να συνεισφέρουν εξίσου η ποίηση, η μουσική, η δράση, η ηθοποιία, τα σκηνικά και η σκηνοθεσία.