Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Λεξικό

μαδριγάλι (ιταλ. madrigale, δηλ. τραγούδι στη μητρική γλώσσα)
  1. Πολυφωνική ιταλική σύνθεση του 14ου αιώνα για δύο ή τρεις φωνές με θέμα ποιμενικό ή ερωτικό.
  2. Πολυφωνική ιταλική σύνθεση του 16ου αιώνα για φωνές, με ή χωρίς συνοδεία οργάνων, πάνω σε ιταλική ποίηση ερωτικού χαρακτήρα. Τα μαδριγάλια έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή και στην Αγγλία.
μαδριγάλι (madrigal)

Τα μαδριγάλια του 16ου αιώνα ήταν πολυφωνικές συνθέσεις για τέσσερις τουλάχιστον φωνές πάνω σε ιταλική ποίηση. Συχνά υπήρχε συνοδεία από μουσικά όργανα. Τα θέματα ήταν κυρίως ερωτικά, με συχνές αναφορές στη βουκολική ποίηση και σεξουαλικούς υπαινιγμούς. Προορίζονταν για σύνολα αντρικών και γυναικείων φωνών και συνήθως παίζονταν σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, μετά από γεύματα, ή σε μουσικές ακαδημίες. Μεγάλοι Ιταλοί ποιητές που μελοποιήθηκαν ήταν ο Πετράρχης, ο Αριόστο, ο Τάσσο και ο Γκουαρίνι. Τα μαδριγάλια ήταν τόσο δημοφιλή, που στο διάστημα από το 1530 ως το 1600 εκδόθηκαν τουλάχιστον 2000 συλλογές. 

[sh/Medieval: Petrarch statue] [Πολλά σονέτα του Πετράρχη μελοποιήθηκαν από συνθέτες μαδριγαλιών.]

μανιερισμός

Από το λατινικό manierus=τρόπος, κάτι δηλ. που αντιτίθεται στην πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας.

μανιερισμός

Από το λατινικό manierus=τρόπος, κάτι δηλ. που αντιτίθεται στην πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας.

Μανταλένα Καζουλάνα (περ. 1544-περ. 1590) (Maddalena Casulana)

Για μια γυναίκα της Αναγέννησης ήταν σχεδόν αδύνατο να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Ωστόσο η Μανταλένα Καζουλάνα έγινε η πρώτη συνθέτρια της οποίας τα έργα (μαδριγάλια) εκδόθηκαν και θεωρήθηκαν ισάξια με των ανδρών συναδέλφων της. Έχοντας επίγνωση της αξίας της, έγραψε στην αφιέρωση της πρώτης της έκδοσης πως ήθελε να αποκαλύψει τη ματαιόδοξη πλάνη των ανδρών που πιστεύουν πως το πνευματικό χάρισμα της σύνθεσης είναι κάτι που δεν μπορούν να το έχουν οι γυναίκες.

μάσκα (masque)

Αγγλικό δραματικό είδος του 17ου αιώνα, που περιλάμβανε ποίηση, μουσική, χορό, σκηνικά και κοστούμια.

Μεγάλη Ιδέα

Το όραμα της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας και άλλων περιοχών που ανήκαν παραδοσιακά στους Έλληνες και τη δημιουργία μιας μεγάλης, ισχυρής Ελλάδας. Τελειώνει με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922

μεγάλη όπερα (grand opera)

Σοβαρή όπερα της Ρομαντικής περιόδου που περιλάμβανε μπαλέτα, χορωδιακά μέρη και φαντασμαγορική σκηνογραφία.

μίμηση

Η αντιστικτική τεχνική της άμεσης επανάληψης μιας μελωδικής φράσης ή μοτίβου από μία ή περισσότερες άλλες φωνές, συνήθως με κάποιες μικρές αλλαγές στις νότες ή το ρυθμό.

μίμηση (imitation)

Η αντιστικτική τεχνική της άμεσης επανάληψης μιας μελωδικής φράσης ή μοτίβου από μία ή περισσότερες άλλες φωνές, συνήθως με κάποιες μικρές αλλαγές στις νότες ή το ρυθμό.

μινιμαλισμός (minimalism)

Μουσική του 20ού αιώνα που βασίζεται στη συνεχή επανάληψη μιας σύντομης μελωδικής, ρυθμικής ή αρμονικής ιδέας

μονοφωνία (monophony)

Μία ή περισσότερες φωνές που παίζουν ή τραγουδούν την ίδια μελωδία.

μονοφωνία (monophony)

Μία ή περισσότερες φωνές που παίζουν ή τραγουδούν ταυτόχρονα την ίδια μελωδία.

μονωδία (monody)

Το φωνητικό ύφος που σχετίζεται με τις πρώτες όπερες της εποχής Μπαρόκ και δηλώνει μια μελωδία για έναν τραγουδιστή και απλή συνοδεία οργάνου.

μορφή (φόρμα) σονάτας

Τρόπος οργάνωσης του μουσικού υλικού, που βασίζεται στην αντίθεση μελωδιών και τονικοτήτων. Περιλαμβάνει τρία μέρη: την έκθεση, την επεξεργασία και την επανέκθεση του θεματικού υλικού. Στην Κλασική και Ρομαντική περίοδο τα πρώτα μέρη στα κουαρτέτα, τις συμφωνίες και τις σονάτες είναι συνήθως σε μορφή (φόρμα) σονάτας.

μοτέτο

Θρησκευτική πολυφωνική σύνθεση πάνω σε λατινικό κείμενο (εκτός των κειμένων της Λειτουργίας). Μετά τον 16ο αιώνα χαρακτηρίζονται ως μοτέτα και θρησκευτικές συνθέσεις με κείμενο στην καθομιλουμένη.

μοτέτο (motet)

Από τη γαλλική λέξη "mot", δηλ. «λέξη».

  1. Τον 13ο και 14ο αιώνα, πολυφωνική σύνθεση με δύο ή περισσότερα κείμενα, συχνά σε διαφορετικές γλώσσες (λατινικά και γαλλικά).
  2. Τον 15ο αιώνα, οποιαδήποτε πολυφωνική σύνθεση πάνω σε λατινικό κείμενο (εκτός των κειμένων της Λειτουργίας).
  3. Μετά τον 16ο αιώνα, ο όρος δήλωνε θρησκευτική σύνθεση και εκτός λατινικής γλώσσας.
Μουσική και ήθος

Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης πίστευαν πως η μουσική μπορούσε να επηρεάσει το ήθος του ατόμου και τη θεωρούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης.

μουσικό δράμα

Όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ για τις όπερές του, θέλοντας να τονίσει την αλληλεξάρτηση και ενότητα της μουσικής και του δράματος στα λυρικά έργα. Βλ. και συνολικό έργο τέχνης.

μπάλαντ όπερα (ballad opera)

Η αγγλική ελαφριά όπερα του 18ου αιώνα. Οι διάλογοι απαγγέλλονταν, δεν τραγουδιόνταν, ενώ τα τραγούδια ήταν γνωστές μελωδίες με καινούρια λόγια που ταίριαζαν στη δράση.