Μια από τις τάσεις που κυριάρχησε στη μουσική ζωή της Ελλάδας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και κυρίως κατά τη χρονική περίοδο 1960-1985, ήταν η μελοποίηση της ποίησης. Αυτό το μουσικό είδος δεν ήταν νέο. Ήδη από τον 19ο αιώνα οι Επτανήσιοι συνθέτες όπως ο Μάντζαρος ο Καρρέρ ο Ξύνδας αλλά και αργότερα οι συνθέτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής είχαν μελοποιήσει ποιήματα του Παλαμά, του Σολωμού, του Σικελιανού του Κάλβου κ.ά.. Όμως αυτή η τάση ήταν πλέον τόσο έντονη και η απήχησή της τόσο μεγάλη, ώστε εσφαλμένα επικράτησε στη συνείδηση του κόσμου ως πρωτοεμφανιζόμενο είδος στην ελληνική μουσική.
Η ποίηση κτήμα του λαού
Η εξήγηση για αυτό το καλλιτεχνικό «φαινόμενο» έχει κοινωνική και πολιτική διάσταση. Ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, η κοινωνία πάσχιζε να επανέλθει σε μια ομαλή κατάσταση. Δυστυχώς όμως οι έντονες πολιτικές ζυμώσεις και οι εντάσεις που προέκυψαν, με αποκορύφωμα την δικτατορία, δημιουργούσαν και ενίσχυαν την κοινωνική ρευστότητα και αστάθεια. Σε αυτό το πλαίσιο οι συνθέτες μέσω της μελοποίησης ποιημάτων βρήκαν εύφορο έδαφος ώστε να περιγράψουν τις ανάγκες, τις αγωνίες και τα συναισθήματα του λαού. Έτσι ο κόσμος ήρθε, για πρώτη ίσως φορά, σε επαφή με την ποίηση, μπόρεσε μέσω της μουσικής να την κατανοήσει και να ταυτιστεί με τα νοήματά της.
Έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι
Πρωτεργάτης του όλου κινήματος, αν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε έτσι, είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε ως συμφωνικός συνθέτης με σημαντικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και στο Παρίσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει την επιτυχημένη του πορεία και να αφοσιωθεί στο τραγούδι για περισσότερο από 20 χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών δημιουργήθηκε ένα νέο είδος που ο ίδιος ονόμασε έντεχνο λαϊκό τραγούδι, θέλοντας να περιγράψει τον συνδυασμό της λόγιας μουσικής με την ποίηση και το λαϊκό μουσικό στοιχείο. Αφορμή όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος, ήταν ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Το ποίημα πραγματεύεται τον θρήνο μια μάνας για τον θάνατο του γιού της στην μεγάλη απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, το 1936. Ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής συλλογής είχε γραφτεί την χρονική περίοδο που συνέβησαν τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, στην πλήρη του μορφή όμως το έργο εκδόθηκε το 1956. Ο Θεοδωράκης αποφάσισε να το μελοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα, το 1959, και ενώ βρισκόταν στο Παρίσι. Τα τραγούδια, που κυκλοφόρησαν σε δύο διαφορετικές εκδοχές με διαφορετικούς ερμηνευτές (Νάνα Μούσχουρη και Γρηγόρη Μπιθικώτση), είχαν τεράστια απήχηση.
- Η Νάνα Μούσχουρη στον Επιτάφιο. Διεύθυνση ορχήστρας: Μάνος Χατζιδάκις, Δίσκος 45', Fidelity, 1960 (από την συλλογή του Φώτη Απέργης)
- Επιτάφιος. Δίσκος βινυλίου, ΕΜΙ, 1964
Μάλιστα η αποδοχή των ποιημάτων ήταν τόσο μεγάλη που συμπαρέσυρε και τον ίδιο τον συνθέτη ο οποίος αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη σύνθεση τραγουδιών για τα επόμενα 20 χρόνια.
Βιωματικά τραγούδια
Μετά τον «Επιτάφιο» ακολούθησε το «Άξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, ένα έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς για το έργο του καθώς περικλείει όλο τον μουσικό του κόσμο (λαϊκό στοιχείο, ελληνικότητα, συμφωνικά στοιχεία).
- Το Άξιον Εστί. Χειρόγραφη παρτιτούρα, Αθήνα 9 Δεκεμβρίου 1963. Το Αρχείο του συνθέτη βρίσκεται στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λϊλιαν Βουδούρη» και είναι πλήρως ψηφιοποιημένο.
Αν και μετά το 1980, ο Θεοδωράκης επέστρεψε στη συμφωνική μουσική, μέχρι το τέλος της ζωής του δεν εγκατέλειψε την ποίηση ποτέ. Άλλοτε επαναστάτης, άλλοτε λαϊκός ήρωας, κάποτε ερωτικός, δεν έπαψε να βασίζεται στον έμμετρο λόγο και να τον ντύνει με τη μουσική του. Άλλωστε ο ίδιος έχει δηλώσει πως «Η ιστορία των τραγουδιών μου ταυτίζεται με την ιστορία της ζωής μου. Για να γράψω αυτή τη μουσική έπρεπε να ζήσω αυτά τα γεγονότα».
Στίχοι τραγουδιού ή ποίημα;
Ο Μάνος Χατζιδάκις από την άλλη πλευρά υπήρξε συνθέτης της ίδιας γενιάς με τον Μίκη Θεοδωράκη και μάλιστα ήταν συνομήλικοι. Οι δυο τους υπήρξαν διαμορφωτές του κινήματος του έντεχνου τραγουδιού στην Ελλάδα, όμως το αντιμετώπιζαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο Χατζιδάκις, ενώ ήταν λάτρης της ποίησης και βαθύς γνώστης της, υπήρξε πολύ φειδωλός ως προς την μελοποίησή της καθώς πίστευε ότι η ποίηση και η μουσική έχουν μια αυτάρκεια και δεν είναι απαραίτητος ο συνδυασμός τους και η συνύπαρξή τους. Έτσι η μελοποίηση ποιημάτων παλαιότερων ή νεότερων, αποτελεί μειοψηφία στο έργο του. Αντίθετα ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας του βασίζεται σε στίχους που γράφτηκαν από ποιητές με σκοπό την μελοποίηση τους, καθώς ήταν υπέρμαχος της χρήσης υψηλού ποιητικού λόγου. Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Νίκο Γκάτσο.
- Μυθολογία. Εξώφυλλο δίσκου LP
Παρόλα αυτά ο «Μεγάλος Ερωτικός» αποτελεί ένα έργο ορόσημο για την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Η σύνθεσή του βασίζεται σε έργα Ελλήνων ποιητών όλων των εποχών από τον Ευρυπίδη και τη Σαπφώ ως τον Σεφέρη και τον Γκάτσο και από τον Χορτάτση και τον Σολωμό ως τον Καβάφη και τον Ελύτη.
Το βέβαιο είναι πως τόσο ο Θεοδωράκης όσο και ο Χατζιδάκις επηρέασαν μια ολόκληρη γενιά συνθετών όπως ο Δημήτρης Λάγιος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Νίκος Κυπουργός, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος κ.ά.. που συντάχθηκαν με αυτό το κίνημα και συνέθεσαν έργα βασισμένα σε ποίηση.
Μίκης Θεοδωράκης
1925-2021
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925 και πέθανε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 2021. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και το Conservatoire του Παρισιού. Το 1957 κέρδισε χρυσό μετάλλιο σύνθεσης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και Μαθητών στη Μόσχα, το 1959 το βραβείο Copley και το 1963 το βραβείο Sibelius. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για τη προσφορά του στη δημοκρατία και τον πολιτισμό και έχει αναγορευτεί επίτιμος διδάκτωρ στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας, Κρήτης και Θεσσαλίας. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη μουσικής, αλλά και με τομείς πέραν της κύριας τέχνης του, όπως ποίηση, πεζογραφία, φιλοσοφία, πολιτική.
Μάνος Χατζιδάκις
1925-1994
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους έλληνες τραγουδοποιούς που με τα έργα του διαμόρφωσε την πορεία του ελληνικού τραγουδιού μετά το 1950. Εκτός από τα τραγούδια στα έργα του συγκαταλέγονται μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πιανιστικά έργα, μπαλέτα κ.ά.. Υπήρξε ιδρυτής της Πειραματικής Ορχήστρας την περίοδο 1964-1966 καθώς και της Ορχήστρας των Χρωμάτων την οποία και διηύθυνε μέχρι τον θάνατό του.