Έγχορδα
Στα χορδόφωνα ή έγχορδα ο ήχος παράγεται από τις παλμικές κινήσεις μιας ή περισσότερων χορδών, που είναι τεντωμένες πάνω σ’ ένα ηχείο. Οι ταλαντώσεις των χορδών μεταδίδονται στο ηχείο, το οποίο, καθώς πάλλεται και αυτό, δυναμώνει και εμπλουτίζει τον παραγόμενο ήχο.
Οι χορδές είναι κατασκευασμένες συνήθως από μέταλλο, πλαστικές ίνες ή έντερα ζώων, ενώ για το ηχείο χρησιμοποιείται κάποιο ελαστικό, ανθεκτικό ξύλο.
Ανάλογα με τον τρόπο που προκαλείται η παλμική κίνηση των χορδών, τα έγχορδα διακρίνονται σε
- έγχορδα με τόξο, στα οποία η παλμική κίνηση των χορδών προκαλείται με την τριβή τους από το δοξάρι (ή τόξο), όπως για παράδειγμα το βιολί,
- νυκτά ή νυσσόμενα έγχορδα, στα οποία οι χορδές νύσσονται, δηλαδή «τσιμπιούνται» με τα δάκτυλα του εκτελεστή, όπως στην άρπα, ή μ’ ένα πλήκτρο, όπως στο μαντολίνο,
- κρουόμενα έγχορδα, στα οποία οι χορδές κρούονται με ειδικές μπαγκέτες, όπως στο σαντούρι, ή με σφυράκια, όπως στο πιάνο.
Όσο πιο μακριά και πιο παχιά είναι η χορδή, τόσο πιο αργά πάλλεται και τόσο πιο βαθύς είναι ο φθόγγος που παράγεται.
Το παλιότερο και απλούστερο έγχορδο είναι το μουσικό τόξο, που πιθανότατα προήλθε από το τόξο του κυνηγού. Οι λύρες και οι άρπες εμφανίστηκαν πριν από 5000 περίπου χρόνια σε διάφορες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας), ενώ τα όργανα της οικογένειας του λαούτου, με ηλικία περίπου 4000 ετών, θεωρούνται οι παλιότεροι πρόγονοι του βιολιού και της κιθάρας.