Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Κοντραμπάσο

Κοντραμπάσο

Είναι το μεγαλύτερο και συνεπώς το βαθύτερο σε ήχο μέλος της οικογένειας του βιολιού. Ο εκτελεστής είναι αναγκασμένος, λόγω του μεγέθους του, να παίζει όρθιος ή μισοκαθισμένος στην άκρη ενός ψηλού σκαμνιού. Η μουσική του έκταση καλύπτει τρεις οκτάβες. Το κοντραμπάσο διαφέρει λίγο από τ’ άλλα όργανα της οικογένειας του βιολιού. Η πλάτη του είναι πιο ίσια και το επάνω μέρος του ηχείου πιο επικλινές, πράγμα που βοηθάει τον εκτελεστή να το «αγκαλιάζει» καλύτερα όταν παίζει, χαρακτηριστικά που προέρχονται από τη βιόλα ντα γκάμπα.

Αρχικά το κοντραμπάσο είχε τρεις χορδές, σήμερα όμως έχει τέσσερις (και καμιά φορά πέντε). To κοντραμπάσο είναι το λιγότερο ευέλικτο από τα έγχορδα της οικογένειας του βιολιού, και γι’ αυτό σπάνια του αναθέτουν κάποιο σολιστικό μέρος. Η τεχνική του πιτσικάτου (δηλαδή το παίξιμο χωρίς δοξάρι, με το «τσίμπημα» των χορδών) χρησιμοποιείται συχνότερα στο κοντραμπάσο απ’ ό,τι στα άλλα έγχορδα με δοξάρι, και ο ήχος που παράγεται είναι γεμάτος και πλούσιος. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που το κοντραμπάσο εμφανίζεται συχνά σαν ρυθμικό όργανο σε διάφορα χορευτικά συγκροτήματα ή στη μουσική τζαζ. 

Το κοντραμπάσο εξελίχτηκε τον 16ο αιώνα από το βιολόνε, που ήταν το βαθύτερο σε μουσική έκταση μέλος της οικογένειας της βιόλας ντα γκάμπα και είχε τότε έξι ή επτά χορδές. Μέσα στα επόμενα χρόνια άλλαξε πολλές φορές σε μέγεθος, σχήμα και αριθμό χορδών. Μέχρι τον 19ο αιώνα, το κοντραμπάσο συνήθως έπαιζε τις ίδιες νότες με το βιολοντσέλο, αλλά μια οκτάβα χαμηλότερα. Όποτε όμως το βιολοντσέλο έπρεπε να παίξει κάποια μελωδία, τότε το κοντραμπάσο «κρατούσε» μόνο του τη γραμμή του μπάσου. Οι σύγχρονοι συνθέτες γράφουν συχνά ανεξάρτητα μέρη για το βιολοντσέλο και για το κοντραμπάσο.