Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Βιόλα

Βιόλα

Η βιόλα διαφέρει από το βιολί μόνο στο μέγεθος (η βιόλα είναι κατά ένα έβδομο περίπου μεγαλύτερη και λίγο βαρύτερη), στη μουσική ένταση και στο ηχόχρωμα. Οι χορδές της είναι παχύτερες και μακρύτερες από του βιολιού. Η μουσική της έκταση καλύπτει τρεις οκτάβες. Ο ήχος της είναι πιο βαθύς, πιο σκοτεινός και λιγότερο λαμπερός από του βιολιού, ακόμη και στις νότες με την ίδια οξύτητα. Οι ψηλές της νότες είναι κάπως ένρινες και «ρηχές», ενώ οι χαμηλότερες είναι ζεστές και πλούσιες.

Ο όρος βιόλα αναφέρεται σήμερα στο μέλος της οικογένειας του βιολιού που αντιστοιχεί με την ανθρώπινη φωνή της άλτο. Στην αρχή όμως της Αναγέννησης χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει γενικά τα «έγχορδα με τόξο» και όχι για να χαρακτηρίσει κάποιο συγκεκριμένο όργανο (π.χ. βιόλα ντα γκάμπα, βιόλα ντ’ αμόρε κλπ.). 

Η βιόλα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Βόρεια Ιταλία γύρω στο 1550, περίπου την ίδια εποχή με το βιολί. Αρχικά τα δύο όργανα ήταν σχεδόν όμοια μεταξύ τους, σιγά σιγά όμως άρχισαν να διαφοροποιούνται: το μεν βιολί, μικρότερο, εκφραστικότερο και πιο ευέλικτο, απέκτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ η βιόλα τον δευτερεύοντα, συμπληρώνοντας μέσα στην ορχήστρα τις μεσαίες «φωνές» ή ντουμπλάροντας τις νότες του βιολοντσέλου. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η βιόλα χρησιμοποιούνταν μόνο στην ορχήστρα. Προς το τέλος όμως του αιώνα οι συνθέτες άρχισαν να εκτιμούν όλο και περισσότερο την ιδιαίτερη «σκοτεινή» ποιότητα του ηχοχρώματός της.

Σαν βασικό μέλος του κουαρτέτου εγχόρδων (πρώτο και δεύτερο βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο) και άλλων συνόλων μουσικής δωματίου, και σαν σολιστικό πλέον όργανο, η βιόλα, κυρίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα, απέκτησε μια πλούσια μουσική φιλολογία.

Μια σπάνια βιόλα *

Οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν πάντα τα καλύτερα υλικά για τα όργανά τους. Ορισμένες φορές, για να τους χαρίσουν επιπλέον λαμπρότητα, τα διακοσμούσαν με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα με φίλντισι. Αυτή η σπάνια διακοσμημένη βιόλα είναι από τα καλύτερα διατηρημένα όργανα του Αντρέα Αμάτι (περ. 1560).