Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Βιολί

Βιολί (τρεις όψεις)
Βιολί

Το βιολί είναι το μικρότερο από τα όργανα της οικογένειας του βιολιού και παράγει τον πιο λεπτό (οξύ) ήχο απ’ όλα τα άλλα μέλη της οικογένειας αυτής. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τέσσερις οκτάβες. Έχει τέσσερις χορδές, τεντωμένες κατά μήκος του ηχείου, με διαφορετικό πάχος η καθεμιά. Η πιο λεπτή χορδή παράγει τον πιο ψηλό ήχο και η πιο παχιά τον πιο χαμηλό. Είναι από τα πιο ευέλικτα όργανα, και σαν την ανθρώπινη φωνή έχει τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες. 

Τα βιολιά της ορχήστρας συχνά χωρίζονται σε δύο ομάδες: τα πρώτα και τα δεύτερα. Σαν όργανα είναι απολύτως όμοια μεταξύ τους, αλλά συνήθως διαφέρει η μουσική που εκτελούν: τα πρώτα βιολιά παίζουν τις περισσότερες φορές μέρη με μεγαλύτερο μελωδικό ενδιαφέρον και σε ψηλότερη περιοχή απ’ ό,τι τα δεύτερα.

 

Βιολιά πρώτης κατηγορίας! 

Κάποτε ένας Τσάρος της Ρωσίας επιθεωρούσε την ορχήστρα του παλατιού του και του λέει ο μαέστρος:

― Μεγαλειότατε, αυτά είναι  τα πρώτα βιολιά και αυτά τα δεύτερα.

Και απαντάει ο Τσάρος: 

―Μα εγώ δεν θέλω βιολιά δεύτερης κατηγορίας! Θέλω να είναι όλα πρώτα! 

Σίγουρα δεν γνώριζε ο Τσάρος ότι οι πρώτοι και οι δεύτεροι βιολιστές πρέπει είναι εξίσου καλοί εκτελεστές, απλά παίζουν διαφορετική μουσική! 

 

Το βιολί αποτελείται από περισσότερα από εβδομήντα διαφορετικά στοιχεία, κατασκευασμένα κυρίως από ξύλο. Τα στοιχεία αυτά ενώνονται μεταξύ τους με ειδική κόλλα. Δεν χρησιμοποιούνται καρφιά ή βίδες. Για το επάνω μέρος του ηχείου χρησιμοποιείται ένα μαλακό ξύλο, όπως πεύκο ή έλατο, ενώ το υπόλοιπο κατασκευάζεται από ένα σκληρότερο, όπως σφεντάμι. Ολόκληρη η επιφάνεια του ηχείου καλύπτεται από ένα ειδικό βερνίκι, που προστατεύει το ξύλο και βελτιώνει την ποιότητα ήχου. Οι χορδές είναι τεντωμένες κατά μήκος του ηχείου. Από τη μια μεριά στερεώνονται στο «χορδοκράτη» και αφού περάσουν πάνω από τον «καβαλάρη» καταλήγουν στα «κλειδιά». 


 

Έχουν τα βιολιά ...ψυχή; 

Η ψυχή είναι ένας μικρός κύλινδρος από ευλύγιστο ξύλο, που σφηνώνεται ανάμεσα στο πάνω και το κάτω μέρος του βιολιού, λίγο πιο δεξιά από το σημείο που βρίσκεται ο καβαλάρης. Η ψυχή ενισχύει την αντίσταση του πάνω μέρους του ηχείου στην πίεση που δέχεται από τον καβαλάρη. Μεταφέρει επίσης τις δονήσεις από το πάνω μέρος του ηχείου στο κάτω, ενισχύοντας τον ήχο ακόμα περισσότερο.

Η προέλευση και ο χρόνος εμφάνισης του βιολιού δεν είναι γνωστά με βεβαιότητα. Τον Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία εγχόρδων με δοξάρι, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του βιολιού, όπως η πεντάχορδη βιέλα (αγγλ. fiddle), το αραβικό ραμπάμπ (rabab), που αργότερα έγινε γνωστό σαν ρεμπέκ (rebec) και είχε σχήμα αχλαδιού, και η λίρα ντα μπράτσο (lira da braccio), πιθανόν βυζαντινής προέλευσης.                                       

Όμως οι πιο άμεσοι πρόγονοι του βιολιού και των άλλων εγχόρδων της οικογένειάς του θεωρούνται οι παλιές βιόλες, που ήταν σε χρήση στην Ευρώπη τον 15ο και 16ο αιώνα. Οι βιόλες αυτές ανήκαν σε δύο οικογένειες: τις βιόλες ντα γκάμπα (viole da gamba), δηλαδή τις βιόλες του ποδιού, που κρατιόντουσαν ανάμεσα στα πόδια του εκτελεστή, και οι βιόλες ντα μπράτσο (viole da braccio), του μπράτσου δηλαδή, που κρατιόντουσαν περίπου όπως τα σημερινά βιολιά.

Οι περισσότερες είχαν έξι χορδές και η ταστιέρα (βραχίονας) είχε τάστα (χωρίσματα), που υποδείκνυαν τη θέση των δαχτύλων. Οι βιόλες κατασκευάζονταν σε πολλά μεγέθη και μπορούσαν να παράγουν μόνο μαλακούς, ευαίσθητους ήχους, ασθενέστερους απ’ ό,τι το βιολί και τα άλλα έγχορδα της οικογένειάς του. Χρησιμοποιούνται συχνά, ακόμη και σήμερα, στην εκτέλεση έργων παλιάς μουσικής.                                                                                                                                                                  

Κανείς δεν γνωρίζει ποιος επινόησε το βιολί, όμως ο Γκάσπαρο ντα Σαλό θεωρείται από τους πρώτους κατασκευαστές βιολιών. Έζησε πριν από 400 περίπου χρόνια στην πόλη Μπρέσια στην Ιταλία. Κατασκεύασε μερικές θαυμάσιες βιόλες ντα γκάμπα και βιόλες ντα μπράτσο και ίσως να είναι ο πρώτος που κατασκεύασε το βιολί, γιατί στην εποχή του Σαλό άρχισαν να εμφανίζονται για πρώτη φορά τα βιολιά, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.  

Από το 1650 μέχρι το 1750, εποχή  που  χαρακτηρίζεται σαν ο «χρυσός αιώνας» της ιταλικής οργανοποιίας, κατασκευάστηκαν στα μεγάλα εργαστήρια των οικογενειών Αμάτι, Στραντιβάρι και Γκουαρνέρι, που ανθούσαν στην πόλη Κρεμόνα, όργανα ανυπέρβλητα σε ποιότητα και ηχητική απόδοση. Δεξιά βλέπεις τις σφραγίδες και υπογραφές που έβαζαν στα  όργανά τους αυτοί οι κατασκευαστές. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος από την οικογένεια των Αμάτι ήταν ο Νικολό, από τους Στραντιβάρι ο Αντόνιο και από τους Γκουαρνέρι ο Τζουζέπε, επονομαζόμενος "del Gesù".  Αυτοί δόξασαν την ιταλική πόλη της Κρεμόνας και την έκαναν το μεγαλύτερο κέντρο κατασκευής βιολιών στον κόσμο. 

 

Η μυστική συνταγή ενός βερνικιού! 

Ο Αντόνιο Στραντιβάρι πέρασε όλη του τη ζωή προσπαθώντας να τελειοποιήσει το βιολί και τα άλλα όργανα της ίδιας οικογένειας. Τα βιολιά του δεν ήταν μόνο κομψά στην εμφάνιση, αλλά έβγαζαν ένα θαυμάσιο, μοναδικό ήχο. Κατασκεύασε εκατοντάδες όργανα της οικογένειας του βιολιού, πολλά από τα οποία υπάρχουν και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα και θεωρούνται τα τελειότερα που κατασκευάστηκαν ποτέ. Όπως είναι φυσικό, σήμερα είναι πανάκριβα και πολλοί από τους κορυφαίους ερμηνευτές έχουν επιλέξει να παίζουν με κάποιο απ’ αυτά τα πολύτιμα όργανα. Ένα από τα μυστικά του Στραντιβάρι πιθανόν να ήταν το βερνίκι που χρησιμοποιούσε για να καλύψει την επιφάνεια των οργάνων του. Κράτησε παντοτινό μυστικό τη συνταγή κατασκευής του πολύτιμού αυτού βερνικιού.

                                    

Πολλά χρόνια μετά την τελειοποίηση του βιολιού, οι βιολιστές χρησιμοποιούσαν ακόμη ένα χοντροκομμένο δοξάρι, που δεν ήταν γερό και έσπαγε εύκολα. Ο εκτελεστής μπορούσε μόνο να σύρει το δοξάρι μαλακά πάνω κάτω στις χορδές και να παράγει έναν αδύναμο ήχο με λίγη εκφραστικότητα.

Κατά το τέλος του 18ου αιώνα, ένας Γάλλος, ο Φρανσουά Τουρτ (Francois Tourte) τελειοποίησε το δοξάρι και του έδωσε το σύγχρονο σχήμα του. Άλλαξε και το μήκος και βάρος του δοξαριού και βελτίωσε όλα του τα μέρη. Ο Τουρτ είναι γνωστός σαν ο «Στραντιβάρι του δοξαριού», και τα δοξάρια του ήταν αντάξια των πολύτιμων βιολιών που είχαν κατασκευάσει οι φημισμένοι Ιταλοί κατασκευαστές. Τώρα ο εκτελεστής μπορούσε να σύρει πάνω στις χορδές το εξελιγμένο αυτό δοξάρι μαλακά ή δυνατά και με διαφορετικούς τρόπους, και αυτό έδωσε στο βιολί ιδιαίτερες εκφραστικές  δυνατότητες. Το επάνω δοξάρι, που χρησιμοποίησε ο Κορέλλι περί το 1700, ήταν κοντό και άκαμπτο. Πενήντα χρόνια αργότερα ο Ταρτίνι χρησιμοποίησε το μεσαίο δοξάρι, που ήταν πιο μακρύ και ευέλικτο. Κάτω κάτω είναι το δοξάρι του Τουρτ, που εξελίχθηκε κατά τον 19ο αιώνα και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Από τους πρώτους μουσικούς που έθεσαν τις βάσεις της τεχνικής του βιολιού, δίνοντας έμφαση στην εκφραστική, ευλύγιστη μελωδία που ταιριάζει στο χαρακτήρα αυτού του οργάνου, ήταν οι Ιταλοί Κορέλλι, Βιβάλντι, Ταρτίνι, Λοκατέλλι κ.ά.

 

Ένα βιολί ...της τσέπης! 

Το κιτ (αγγλ. kit) ή ποσέτ (γαλλ. pochette) ήταν ένα πάρα πολύ μικρό βιολί, που εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα. Παιζόταν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και παρέμεινε δημοφιλές για περίπου 200 χρόνια, κυρίως μεταξύ των δασκάλων χορού, που μπορούσαν να κουβαλούν αυτό το μικροσκοπικό μουσικό όργανο στην τσέπη τους και να το χρησιμοποιούν για να παίζουν μουσική την ώρα του μαθήματος. Είχε συνήθως τέσσερις χορδές και  μήκος λίγο περισσότερο από μία πιθαμή. Ο όρος kit προήλθε από τα τελευταία γράμματα της αγγλικής λέξης pocket (= τσέπη).