Το να δει κανείς μια παράσταση όπερας είναι σίγουρα ψυχαγωγικό: δράση, μουσική, κοστούμια, σκηνικά, φωτισμός, κωμικές καταστάσεις ή τραγικά διλήμματα συμβάλλουν στην απόλαυση. Τον 19ο αιώνα όμως, εκτός από ψυχαγωγία, το να παρευρεθεί κανείς σε μια παράσταση όπερας πρόσφερε και κοινωνική καταξίωση. Έτσι, λυρικά θέατρα χτίζονταν το ένα μετά το άλλο σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική. Μια νέα παράσταση όπερας από έναν σημαντικό συνθέτη μπορούσε να παιχτεί πολλές φορές και σε διαφορετικές πόλεις και αποτελούσε σημαντικό κοινωνικό γεγονός. Τρεις Ιταλοί συνθέτες, ο Τζοακκίνο Ροσσίνι, ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1797-1848) και ο Βιντσέντζο Μπελλίνι (1801-1835), έγιναν αμέσως γνωστοί για τις μπελ κάντο όπερές τους. Άλλοτε σοβαρές, άλλοτε κωμικές, οι όπερές τους παίζονταν σε όλα τα θέατρα της Ευρώπης που φιλοξενούσαν ιταλόφωνo ρεπερτόριο. Ο κουρέας της Σεβίλλης του Ροσσίνι, η Λουτσία ντι Λαμερμούρ του Ντονιτσέττι και η Νόρμα του Μπελλίνι είναι βασικά έργα του οπερaτικού ρεπερτορίου μέχρι σήμερα.
- Το λυρικό θέατρο La Scala στο Μιλάνο. Οι παραστάσεις όπερας στη Σκάλα του Μιλάνου είναι και σήμερα από τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα.
- Βιντσέντζο Μπελλίνι, Νόρμα, “Casta diva”. Δήμητρα Θεοδοσίου, σοπράνο. Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μουσική διεύθυνση Τζιαν Πάολο Σαντσόνιο. Ημ/νία συναυλίας 5/6/1998.
Μπριζόλα αλά Ροσσίνι
Ο Ροσσίνι σταμάτησε μυστηριωδώς να γράφει όπερες σε ηλικία 37 ετών και ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με τη γαστρονομία, δημιουργώντας τις δικές του συνταγές, τις οποίες αντάλλασσε με διάσημους σεφ της Ευρώπης. Από τις πιο γνωστές είναι η «μπριζόλα αλά Ροσσίνι».
Τo πιο λαμπρό αστέρι
Το λαμπρότερο αστέρι της ρομαντικής ιταλικής όπερας υπήρξε ο Τζουζέππε Βέρντι. Αντλώντας θέματα από τη Βίβλο (Ναμπούκκο), τη Φαραωνική Αίγυπτο (Aΐντα) και τον Μεσαίωνα (Ο τροβαδούρος, Ιωάννα της Λορραίνης), έως τον Σαίξπηρ (Μάκβεθ, Οθέλλος, Φάλσταφ) και τη σύγχρονη λογοτεχνία (Τραβιάτα), οι όπερές του γίνονταν γρήγορα επιτυχίες χάρη στις όμορφες και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, αλλά και στην έντονη συγκινησιακή φόρτιση των λιμπρέτων του. Στις δύο τελευταίες του όπερες, τις οποίες συνέθεσε σε μεγάλη ηλικία (Οθέλλος και Φάλσταφ), ο Βέρντι κάνει τη μουσική δράση συνεχή, καθώς η ορχήστρα δεν σταματά να παίζει καθόλου σε κάθε πράξη. Αυτό είναι και ένα σημαντικό κοινό σημείο της ιταλικής όπερας του τέλους του 19ου αιώνα με τη γερμανική όπερα, που έφτασε στο απόγειό της με έναν άλλο μεγάλο μουσικό, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ.
- Πορτρέτο του Τζουζέππε Βέρντι ©
- Τζουζέππε Βέρντι, Τραβιάτα, “Sempre libera”. Αλθαία-Μαρία Παπούλια, σοπράνο. Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μουσική διεύθυνση Τζιαν Πάολο Σαντσόνιο. Ημ/νία συναυλίας 5/6/1998. Η Τραβιάτα (δηλ. η «παραστρατημένη») του Βέρντι βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά του νεότερου Η κυρία με τις καμέλιες. Η ηρωίδα στο τέλος πεθαίνει από φυματίωση, την ασθένεια των καλλιτεχνών της εποχής.
- Ο Βέρντι και η υπογραφή του.
Θέαμα και μουσική: η «μεγάλη όπερα»
Στο Παρίσι του 19ου αιώνα η ανερχόμενη μεσοαστική τάξη διψούσε για μουσική αλλά και για θέαμα. Μπαλέτα, χορωδίες, επιβλητικά σκηνικά (από λίμνες μέχρι ηφαίστεια επί σκηνής) και σκηνές πλήθους χαρακτήριζαν τη δημοφιλή «μεγάλη όπερα» (grand opera) πάνω σε θέματα ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτικά. Πρωτοπόρος αυτού του είδους υπήρξε ο συνθέτης Τζάκομο Μέγερμπερ (Giacomo Meyerbeer, 1791-1864) με την ιστορική όπερά του Οι Ουγενότοι, και το παράδειγμά του ακολούθησαν ο Βέρντι (με την Αΐντα), ο Μπερλιόζ (Τρώες), αλλά και ο Βάγκνερ (Ριέντσι). Τo 1875 χτίστηκε στο Παρίσι ένα εντυπωσιακό λυρικό θέατρο, για να ανεβαίνουν «μεγάλες όπερες».
- Η Όπερα Γκαρνιέ στο Παρίσι ©. Το 1875 ο αρχιτέκτονας Γκαρνιέ (Garnier) έχτισε ένα εντυπωσιακό κτίριο προκειμένου να στεγαστούν πολλές «μεγάλες όπερες» στο Παρίσι. Η υπόγεια λίμνη και οι στοές της Όπερας Γκαρνιέ, όπως είναι σήμερα γνωστή, υπήρξαν η έμπνευση για το μυστηριώδες περιβάλλον του μυθιστορήματος Το φάντασμα της όπερας.
- Η διακόσμηση στην είσοδο της Όπερας Γκαρνιέ στο Παρίσι.
- Το φάντασμα της όπερας εκτυλίσσεται στις υπόγειες στοές της Όπερας Γκαρνιέ.
Μαγικές σφαίρες και καταραμένα δαχτυλίδια: η γερμανική ρομαντική όπερα
Από την εποχή του Μότσαρτ, στις γερμανόφωνες περιοχές υπήρχε μια προτίμηση για τα ζίγκσπιλ, δηλ. τις όπερες με ομιλούμενο διάλογο στα γερμανικά. Η έμφαση στο υπερφυσικό στοιχείο και η εξάρτηση του ανθρώπου από αυτές τις δυνάμεις, καλές ή κακές, είναι κεντρικό χαρακτηριστικό της γερμανικής ρομαντικής όπερας, που καθιερώθηκε με τον Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Στην όπερά του Ο ελεύθερος σκοπευτής, ο πρωταγωνιστής Μαξ για να κερδίσει το χέρι της καλής του πρέπει να νικήσει ένα διαγωνισμό σκοποβολής. Καθώς δεν είναι πολύ καλός στο σημάδι, δέχεται να πάρει μερικές μαγικές σφαίρες, που χωρίς να το ξέρει είναι φτιαγμένες από τον διάβολο και σκοπό έχουν να σκοτώσουν την αγαπημένη του. Σκοτεινές σκηνές στο δάσος, η παρουσία φαντασμάτων και η εμφάνιση του διαβόλου αποδίδονται με ορχηστρικά εφέ, ανορθόδοξες συγχορδίες και χρωματική μουσική, χαρακτηριστικά που σηματοδότησαν τη ρομαντική μουσική, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και προετοίμασαν το έδαφος για την απόρριψη της διατονικής μουσικής στις αρχές του 20ού.
- Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, Ο ελεύθερος σκοπευτής, εισαγωγή. Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μουσική διεύθυνση Τζιαν Πάολο Σαντσόνιο. Ημ/νία συναυλίας 5/6/1998. Προσέξτε τη μυστηριώδη και σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Βέμπερ ήδη από την εισαγωγή της όπερας.
Μουσικά δράματα: οι όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ
Για τον Γερμανό Ρίχαρντ Βάγκνερ, η όπερα δεν είναι μια παράσταση που τραγουδιέται αλλά ένα συνολικό έργο τέχνης, όπου η μουσική, η ποίηση, η σκηνογραφία, η ηθοποιία και το τραγούδι συνυφαίνονται για να δημιουργήσουν ένα μουσικό δράμα. Τον κύριο ρόλο παίζει η ορχήστρα που ξετυλίγει με μουσικό τρόπο το δράμα, ενώ οι φωνές και τα λόγια του δίνουν πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα (ένα είδος συμφωνικής όπερας). Η μουσική οργανώνεται γύρω από ορισμένα μουσικά μοτίβα ή θέματα που ο Βάγκνερ τα ονόμασε λάιτ μοτίφ (γερμ. Leitmotiv, δηλ. μοτίβα που καθοδηγούν), καθένα από τα οποία συνδέεται με ένα πρόσωπο, αντικείμενο, τοπίο, συναίσθημα ή ιδέα του δράματος. Τα μοτίβα αυτά ακούγονται αυτούσια ή παραλλαγμένα κάθε φορά που εμφανίζεται αυτό το οποίο αντιπροσωπεύουν στη σκηνή ή όταν απλώς γίνεται αναφορά σε αυτό. Συνδέοντας τα καθοδηγητικά μοτίβα, ή και αντιπαραθέτοντάς τα ταυτόχρονα, ο Βάγκνερ πλέκει τον δραματικό ιστό, αντικατοπτρίζει αντιθέσεις και αντικρουόμενα πάθη, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κρυφές σκέψεις, αλλά και τα μεταβαλλόμενα συναισθήματα των ηρώων. Έτσι η μουσική δεν σταματά ποτέ αλλά εξελίσσεται σαν μια ατέρμονη μελωδία. Όπως και ο Βέμπερ, ο Βάγκνερ στράφηκε στο μύθο για τα θέματα των μουσικών δραμάτων του. Το πιο μεγαλόπνοο επίτευγμά του είναι η τετραλογία (4 δηλ. μουσικά δράματα) πάνω στον σκανδιναβικό μύθο Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ.
- Καρικατούρα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, από το 1880 περίπου ©. Αυτή η καρικατούρα σατιρίζει την τάση του Βάγκνερ να χρησιμοποιεί πολυπληθείς χορωδίες και ορχήστρες. Το θέατρο είναι κατάμεστο, αλλά ο Βάγκνερ φαίνεται πως είναι ο μόνος που χειροκροτεί.
- Ο Βάγκνερ με τη γυναίκα του Κόζιμα, κόρη του συνθέτη Φραντς Λιστ ©.
- Ρίχαρντ Βάγκνερ, Πάρσιφαλ, Α’ Πράξη, Πρελούδιο 1. Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μουσική διεύθυνση Τζιαν Πάολο Σαντσόνιο. Ημ/νία συναυλίας 5/6/1998. Ο Πάρσιφαλ ήταν το τελευταίο μουσικό δράμα που έγραψε ο Βάγκνερ. Προσέξτε πώς ξετυλίγεται αδιάκοπα η μελωδία χωρίς να καταλήγει πουθενά.
Μπορεί να μην έχεις παρακολουθήσει όπερες του Βάγκνερ, αλλά η ιδέα των καθοδηγητικών μοτίβων έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής τον 20ό αιώνα, ειδικά στη μουσική για ταινίες. Όποιος έχει δει τον Πόλεμο των άστρων (Star Wars) αναγνωρίζει αμέσως τη μουσική που συνδέεται με τον σκοτεινό ιππότη Νταρθ Βέιντερ (Darth Vader), ακόμη και όταν αυτός δεν φαίνεται στην οθόνη. Το μοτίβο «Βέιντερ» και οι παραλλαγές του δηλώνουν ή ότι βρίσκεται κάπου κοντά ή ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί.
- Leitmotiv και lightsabers (τα φωτόσπαθα των διαστημικών ιπποτών, jedi knights, στον Πόλεμο των άστρων)
όπερα (opera)
Από το λατινικό opus, που σημαίνει «έργο». Η όπερα είναι ένα θεατρικό έργο (δράμα) που τραγουδιέται και συνδυάζει πλοκή, ποίηση, μουσική, σκηνικά και κοστούμια.
μπελ κάντο (ιταλ. bel canto)
Σημαίνει όμορφο τραγούδι και χαρακτηρίζει τις ευκίνητες, καθαρές και κομψές μελωδίες της όπερας των αρχών του 19ου αιώνα.
Αν το 1825 ρωτούσαν έναν φιλόμουσο ποιος είναι ο πιο σημαντικός εν ζωή συνθέτης, μάλλον θα απαντούσε ο Ροσσίνι παρά ο Μπετόβεν. Σήμερα ο Ροσσίνι είναι πιο γνωστός για τις κωμικές του όπερες, όπως Ο κουρέας της Σεβίλλης ή Η Ιταλίδα στο Αλγέρι, που δεν απέχουν πολύ από το ύφος των αντίστοιχων του Μότσαρτ. Αλλά στην εποχή του είχε κερδίσει το θαυμασμό για τις σοβαρές του όπερες με τις όμορφες μελωδίες (μπελ κάντο, ιταλ. bel canto).
Οι όπερές του βρίσκονται στην κορυφή του οπερατικού ρεπερτορίου από την πρώτη τους εκτέλεση μέχρι σήμερα. Σαν νέος δοκιμάστηκε σκληρά, όταν η γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του πέθαναν μέσα σε δύο χρόνια. Ρίχτηκε στη σύνθεση γράφοντας δύο όπερες το χρόνο και ανεβάζοντάς τις πάντα με επιτυχία στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της Ρώμης, του Μιλάνου, της Βενετίας, του Λονδίνου και του Παρισιού. Το 1842 γνώρισε τη σοπράνο Τζουζεππίνα Στρεππόνι, που έγινε σύντροφος της ζωής του. Το όνομα του Βέρντι συνδέθηκε με τον ιταλικό απελευθερωτικό αγώνα κατά του αυστριακού ζυγού: το σύνθημα “Viva Verdi” χρησιμοποιούνταν συμβολικά σαν ακρωνύμιο για το όνομα του υποψήφιου βασιλιά του ανεξάρτητου ιταλικού κράτους Vittorio Emmanuele, Re d’Italia (το σύνθημα σήμαινε «Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ, βασιλιάς της Ιταλίας»). Όταν η Ιταλία κέρδισε την ανεξαρτησία της, ο Βέρντι ανακηρύχτηκε τιμητικά βουλευτής της πρώτης ιταλικής βουλής. Την ημέρα της κηδείας του τα σχολεία έκλεισαν και χιλιάδες θαυμαστές τον συνόδευσαν στον τάφο του.
Ο ελισαβετιανός αυτός συγγραφέας (το απόγειο της καριέρας του συμπίπτει με τη βασιλεία της Ελισάβετ Α’) θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής και δραματουργός της Αγγλίας. Ξεκίνησε την καριέρα του σαν ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και συνιδιοκτήτης ενός λονδρέζικου θιάσου. Καθιερώθηκε με την κωμωδία, πριν στραφεί στις σπουδαίες τραγωδίες του όπως ο Άμλετ, ο Οθέλλος και ο Μάκβεθ. Ξεχωριστό στοιχείο των έργων του ωστόσο είναι η συνύπαρξη του τραγικού με το κωμικό. Παρόλο που αναγνωρίστηκε από τους σύγχρονούς του, ο Σαίξπηρ αποθεώθηκε την περίοδο του Ρομαντισμού: συγγραφείς, ζωγράφοι και μουσικοί εμπνεύστηκαν από τα έργα του, και η επιρροή του συνεχίζεται αμείωτη μέχρι σήμερα.
λιμπρέτο (libretto)
Στα ιταλικά σημαίνει «μικρό βιβλίο». Είναι το κείμενο της όπερας, άλλοτε έμμετρο και άλλοτε όχι.
Tρέφοντας μεγάλο θαυμασμό για τον συμπατριώτη του Μπετόβεν, ο Βάγκνερ έγινε με τη σειρά του ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες όλων των εποχών, επηρεάζοντας τη σκέψη πολλών μετέπειτα μουσικών με τις απόψεις του για την όπερα, τη χρήση των λάιτ μοτίφ και τη χρωματική του γραφή. Ο γεννημένος στη Λιψία συνθέτης δεν αρκούνταν μόνο στο να γράφει μουσική, αλλά ανέπτυξε διεξοδικές θεωρίες για την τέχνη, την πολιτική, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, τις οποίες παρουσίασε σε πολυάριθμα γραπτά κείμενα. Οι αντισημιτικές του απόψεις χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Μαχητικός καθώς ήταν, έλαβε μέρος στις εξεγέρσεις της Δρέσδης το 1848-49, κάτι που του κόστισε 13 χρόνια εξορία από τη Γερμανία και σημαντικές επαγγελματικές δυσκολίες. Η τύχη του άλλαξε όταν γνώρισε τον νεαρό (και τελικά διαταραγμένο) βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β’, ο οποίος τον υποστήριξε να ανεβάσει τις πολυέξοδες και πολύωρες όπερές του (ή μουσικά δράματα όπως τις είχε ονομάσει) Τριστάνος και Ιζόλδη, Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης και τις δύο πρώτες από την τετραλογία του Δαχτυλιδιού. Εξαιρετικός διαπραγματευτής, ο Βάγκνερ κατάφερε να εξασφαλίσει την κατασκευή ενός λυρικού θεάτρου που θα ανέβαζε μόνο τις δικές του όπερες! Το περίφημο αυτό θέατρο που χτίστηκε στο Μπαϋρόυτ (Bayreuth) της Γερμανίας συνεχίζει μέχρι σήμερα αυτή την παράδοση κάθε καλοκαίρι.
Το θέατρο αυτό χτίστηκε ειδικά για τις όπερες του Βάγκνερ.
Οι Ουγενότοι του Μέγερμπερ βασίζονται στη σφαγή των Γάλλων Διαμαρτυρομένων (Ουγενότοι) από τους Καθολικούς, τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, το 1572.
Αν θες να μάθεις περισσότερα για την Αΐντα, μια από τις «μεγάλες όπερες» του Βέρντι που διαδραματίζεται την εποχή των Φαραώ, δες και τη σελίδα εδώ
Ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει ιατρική στο Παρίσι, αλλά εκείνος προτιμούσε να συχνάζει στην Όπερα, να παίρνει μαθήματα σύνθεσης στο Ωδείο και να συνθέτει. Η ανορθόδοξη συμπεριφορά του αντικατοπτρίζεται στα ανορθόδοξα για την εποχή τους έργα, όπως η Φανταστική Συμφωνία, που δέχτηκε σκληρή κριτική. Οι πρωτοποριακές συνθέσεις αλλά και ενορχηστρώσεις του Μπερλιόζ βρήκαν περισσότερη απήχηση στο εξωτερικό παρά στη Γαλλία, όπως μαρτυρεί και το «Βραβείο της Ρώμης» (ένα πολύ σημαντικό βραβείο σύνθεσης) που κέρδισε το 1830. Από τους πρώτους συνθέτες που έκανε επιτυχημένη καριέρα και σαν μαέστρος περιοδεύοντας σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο Μπερλιόζ έγραψε την πιο σημαντική πραγματεία του 19ου αιώνα για την ενορχήστρωση (Grand traite d’instrumentation et d’orchestration modernes).
Τη μια στιγμή έκανε σκανταλιές και φάρσες και την άλλη καθόταν στο τσέμπαλο και έπαιζε σαν επαγγελματίας μουσικός. Αυτό το παιδί-θαύμα από το Ζάλτσμπουργκ πέρασε τα νεανικά του χρόνια ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη σε αναζήτηση του κατάλληλου ευγενή-προστάτη που θα του εξασφάλιζε ένα σίγουρο εισόδημα. Αυτό δεν έγινε ποτέ, και έτσι από το 1781 ο Μότσαρτ εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου κέρδιζε το ψωμί του δίνοντας συναυλίες (θεωρούνταν ο καλύτερος πιανίστας στην πόλη), γράφοντας όπερες κατόπιν παραγγελίας και διδάσκοντας. Παρόλο που κέρδιζε αρκετά χρήματα, αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και συχνά εκλιπαρούσε τους πλούσιους φίλους του για δανεικά. Σίγουρα ξόδευε πολλά, γιατί του άρεσε να διασκεδάζει δίνοντας μεγάλες δεξιώσεις αλλά και γιατί η υγεία του, καθώς και της γυναίκας του Κονστάντσε, ήταν εύθραυστη. Ο Μότσαρτ πέθανε μόλις 35 ετών, αλλά άφησε πάνω από 600 έργα, δηλ. πολύ περισσότερα από άλλους συνθέτες που πέθαναν σε μεγάλη ηλικία.
Σημαίνει «τραγουδιστό έργο». Η γερμανική εκδοχή της κωμικής όπερας, που περιλαμβάνει ομιλούμενο διάλογο (στα γερμανικά), δημοφιλή τραγούδια, χορωδιακά μέρη και οργανική μουσική.
Με τον Ελεύθερο σκοπευτή, ο σύγχρονος σχεδόν του Μπετόβεν, Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, έγινε ο θεμελιωτής της γερμανικής ρομαντικής όπερας. Ο Ελεύθερος σκοπευτής ήταν πρωτοποριακός στην εποχή του για την ασυνήθιστη ενορχήστρωση, τις χρωματικές αρμονίες και την έμφαση στο υπερφυσικό στοιχείο και το μύθο, σαν μέσα για να προβληθούν ηθικά και φιλοσοφικά μηνύματα. Όλα αυτά τα στοιχεία στη συνέχεια τα χρησιμοποίησε και τα ανέπτυξε στο έπακρο ο νεότερος Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Τα 12 άσπρα και μαύρα πλήκτρα του πιάνου που επαναλαμβάνονται για να μας δώσουν ολόκληρη την γκάμα αποτελούν τη χρωματική κλίμακα της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, ενώ τα 7 άσπρα, γύρω από τα μαύρα, τη διατονική. Στους ρομαντικούς συνθέτες άρεσε ιδιαίτερα να φτιάχνουν αρμονίες, δηλ. συνηχήσεις, χρησιμοποιώντας πολύ τα μαύρα πλήκτρα.
Τα 7 άσπρα πλήκτρα του πιάνου με τις ονομασίες ντο ρε μι φα σολ λα σι αποτελούν τη διατονική κλίμακα της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής.
Ονομασία που έδωσε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στα μουσικά του δράματα, στα οποία πίστευε ότι πρέπει να συνεισφέρουν εξίσου η ποίηση, η μουσική, η δράση, η ηθοποιία, τα σκηνικά και η σκηνοθεσία.
Έτσι ονόμαζε ο Βάγκνερ τις όπερές του θέλοντας να τονίσει την αλληλεξάρτηση και ενότητα της μουσικής και του δράματος στα λυρικά έργα.
Λάιτ μοτίφ (γερμ. Leitmotiv, καθοδηγητικό ή εξαγγελτικό μοτίβο)
Στα μουσικά δράματα που συνέθεσε ο Βάγκνερ και οι συνθέτες που επηρεάστηκαν από αυτόν, τα καθοδηγητικά ή εξαγγελτικά μοτίβα είναι σύντομες μουσικές φράσεις που συνδέονται με ένα πρόσωπο, αντικείμενο ή ιδέα και επανέρχονται αυτούσιες ή παραλλαγμένες. Συνήθως ακούγονται στην αρχή του έργου, με την πρώτη επί σκηνής εμφάνιση αυτού που αντιπροσωπεύουν, αλλά οι μετέπειτα επαναλήψεις τους δεν προϋποθέτουν πάντα την παρουσία του στη σκηνή. Τα λάιτ μοτίφ εξασφαλίζουν τη μουσική συνέχεια αλλά και τη θεματική ενότητα, δυο πολύ σημαντικές παραμέτρους για τους ρομαντικούς συνθέτες.
Μια μελωδία που δεν δίνει την αίσθηση ότι καταλήγει κάπου ή ολοκληρώνεται αλλά ενώνεται με την αρχή μιας άλλης σε μια αδιάκοπη ροή. Είναι μια χαρακτηριστική τεχνική που εφάρμοσε ο Βάγκνερ στα μουσικά του δράματα πιστεύοντας ότι ήταν ένας τρόπος να εξασφαλίζεται η συνέχεια της δράσης.
Τέσσερα μουσικά δράματα, Ο χρυσός του Ρήνου, Βαλκυρίες, Ζήγκφρηντ, Το λυκόφως των θεών, και περίπου 19 ώρες μουσικής ξεδιπλώνουν τον σκανδιναβικό θρύλο του καταραμένου δαχτυλιδιού, που φέρνει δυστυχία και θάνατο σε όποιον το φορά. Το χρυσάφι του ήταν κλεμμένο από τον ποταμό Ρήνο και τις τρεις κυρές που το φυλούσαν. Στα χέρια του Βάγκνερ, που έγραψε και το λιμπρέτο, όπως συνήθιζε με όλες του τις όπερες, ο μύθος είναι ένα πρόσχημα για να μιλήσει για την αξία της αγάπης αλλά και για την αδυναμία των ανθρώπων, που την προδίδουν για υλικά αγαθά (όπως συμβολίζει το χρυσό δαχτυλίδι στην ιστορία).