Βενιζέλος
Πηγή-copyright: Εθνικό Ίδρυμα «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
Εμφάνιση Ελληνικής Εθνικής Σχολής
Τα πρώτα 50 χρόνια του 20ού αιώνα σηματοδοτούνται στην Ελλάδα από τη δημιουργία και κυριαρχία της Εθνικής Σχολής, με πρωτεργάτη τον Μανώλη Καλομοίρη.
Η Εθνική Σχολή εμφανίζεται την περίοδο ανόδου του εθνικισμού και της Μεγάλης Ιδέας και κορυφώνεται την εποχή που είναι πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Παρά την τραγική κατάληξη με τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την εμφάνιση σύγχρονων τάσεων αντίστοιχων με τα μουσικά δρώμενα της υπόλοιπης Ευρώπης, σε έργα συνθετών όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Νίκος Σκαλκώτας, η Εθνική Σχολή θα συνεχίσει να κυριαρχεί σε όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Συνδέεται επίσης στενά με το κίνημα του δημοτικισμού - δηλαδή τη χρήση της δημοτικής γλώσσας έναντι της καθαρεύουσας - και το ενδιαφέρον εκείνης της εποχής για τη λαογραφία και τον λαϊκό πολιτισμό. Οι συνθέτες ασχολούνται συστηματικά με τη μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών και αρθρογραφούν τακτικά σε περιοδικά και εφημερίδες για να εκθέσουν, να προβάλουν και να στηρίξουν την ιδέα της ελληνικής μουσικής δημιουργίας, γεγονός που βρίσκει αντίσταση από τους υπέρμαχους της διατήρησης της καθαρότητας της γνήσιας ελληνικής μονοφωνικής μουσικής (κυρίως της βυζαντινής) και εναντίον κάθε επέμβασης που θα την αλλοίωνε.
Μουσικά χαρακτηριστικά
Οι συνθέτες, μαζί με διάφορες τεχνικές όπως έχουν αναπτυχθεί στην Ευρώπη, χρησιμοποιούν μουσικά στοιχεία χαρακτηριστικά για την ελληνική τους ταυτότητα, ακολουθώντας το παράδειγμα Εθνικών Σχολών άλλων κρατών που προηγήθηκαν. Αυτά τα στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν αυθεντικές παραδοσιακές μελωδίες και τραγούδια, ιδιαίτερους ρυθμούς και μέτρα, κλίμακες (τρόπους), εθνικούς μύθους, καθώς και ελληνική ποίηση και λογοτεχνία στη δημοτική γλώσσα. Επίσης, δείχνουν προτίμηση σε μουσικά είδη που έχουν άμεση (όπερα, τραγούδι) ή έμμεση σχέση με τον λόγο (προγραμματική μουσική), γιατί έτσι μπορούν να εκφράσουν εθνικά στοιχεία. Κοινό χαρακτηριστικό των συνθετών είναι η απόρριψη της ιταλικής μουσικής ως εμπορικής και άρα κατώτερης ποιότητας. Επηρεάζονται αρχικά κυρίως από τη αυστρο-γερμανική τεχνοτροπία και τις βαγκνερικές αρχές, που στη συνέχεια εμπλουτίζεται με ιμπρεσιονιστικά και άλλα χαρακτηριστικά του μουσικού μοντερνισμού.
Τα «Λίγα λόγια» του 1908
Η ανάγκη για τη δημιουργία εθνικής μουσικής είχε επισημανθεί αρκετά νωρίς, από τον Γεώργιο Λαμπελέτ στο άρθρο του με τίτλο «Η Εθνική Μουσική» του 1901, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια. Η ουσιαστικότερη όμως προσπάθεια για τη δημιουργία μιας εθνικής σχολής στα πρότυπα ανάλογων κινημάτων του εξωτερικού έγινε από τον Μανώλη Καλομοίρη. Η ευκαιρία δόθηκε στα πλαίσια της πρώτης συναυλίας με έργα του στο Ωδείο Αθηνών, τον Ιούνιο του 1908. Εκεί, ο Καλομοίρης αποφάσισε να παρουσιάσει σε ακραία δημοτική το πρόγραμμα και την άποψή του για το πώς θα πρέπει να πορευθεί η ελληνική μουσική, ποια πρότυπα πρέπει να ακολουθήσει και από πού μπορεί να αντλήσουν την έμπνευσή τους οι Έλληνες συνθέτες. Το κείμενο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως το μανιφέστο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.
Από τα «Λίγα λόγια»
Ο συνθέτης που πρωτοπαρουσιάζει σήμερα μικρό μέρος της αρχής του έργου του, ονειρεύτηκε να φτιάξει μιαν αληθινή Εθνική μουσική, βασισμένη από τη μια μεριά στη μουσική των αγνών μας δημοτικών τραγουδιών, μα και στολισμένη από την άλλη με όλα τα τεχνικά μέσα που μας χάρισεν η αδιάκοπη εργασία των προοδεμένων στη μουσική λαών, και πρώτα πρώτα των Γερμανών, Γάλλων, Ρούσσων και Νορβηγών.
Για να κατορθώσει το οπωσδήποτε αρμονικό σφιχτόδεμα των ανόμοιων αυτών στοιχείων, ο τεχνίτης βρήκε σωστό να στηριχτεί στη ζωντανή μας φιλολογία σαν τον ανθοπλέχτη που κόβοντας κλωνάρια από τόνα και τ’ άλλο δέντρο πλέκει σε στεφάνια τα λογής λογής λουλούδια του.
Μανώλης Καλομοίρης
- Το πρόγραμμα του 1908. Πρόκειται για το πρόγραμμα της ιστορικής συναυλίας στις 11 Ιουνίου 1908 με έργα Μ. Καλομοίρη στο Ωδείο Αθηνών. Στο πρόγραμμα περιλαμβανόταν και ένα κείμενο του Καλομοίρη με τίτλο «Λίγα λόγια», το οποίο θεωρείται το μανιφέστο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.
Ο «Πρωτομάστορας» της Ελληνικής Εθνικής Σχολής
Ο Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962) υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους Έλληνες συνθέτες. Ήταν οπαδός του δημοτικισμού, και διατράνωνε τις απόψεις του μέσα από τις σελίδες του ιστορικού περιοδικού «Νουμάς». Στην πολιτική θαύμαζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στην ποίηση τον Κωστή Παλαμά και στη μουσική τον Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη, σπούδασε μουσική στη Βιέννη και δούλεψε για λίγα χρόνια στο Χάρκοβο, που του έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την ρωσική εθνική σχολή. Η εγκατάστασή του στην Αθήνα, στα τέλη του 1910, θα σταθεί καταλυτικής σημασίας για την πορεία και την ανάπτυξη της μουσικής ζωής στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Πρωτεργάτης και σημαντικότερος εκπρόσωπος της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, δούλεψε ακούραστα σε όλη του τη ζωή προσπαθώντας να την προβάλει και να την κατατάξει σε θέση ισάξια των εθνικών σχολών άλλων χωρών. Πέραν από τη σύνθεση, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και τη συγγραφή μουσικοπαιδαγωγικών βιβλίων, τη μουσικοκριτική, ίδρυσε ωδεία (Ελληνικό και Εθνικό με πολλά παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα) και προώθησε τη μουσική της εθνικής σχολής δίνοντας πολλές συναυλίες και διαλέξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Κατέλαβε διάφορες σημαντικές διοικητικές θέσεις σε κρατικούς οργανισμούς και συνδικαλιστικά όργανα (Γενικός επιθεωρητής της Στρατιωτικής Μουσικής, Γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών), όπου είχε συμβάλλει συνήθως στην ίδρυσή τους, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες και θεσμούς δράσεις για τους μουσικούς σε μια εποχή που υπήρχαν ελάχιστες ευκαιρίες.
Μία από τις σημαντικότερες και δημοφιλείς δημιουργίες του Καλομοίρη παραμένει η Συμφωνία της Λεβεντιάς. Το έργο αυτό ο Καλομοίρης το συνέθεσε το 1920 μέσα σε πνεύμα ενθουσιασμού που πήγαζε κυρίως από τις συνεχείς επιτυχίες του ελληνικού στρατού προς την πραγμάτωση του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας. Πρόκειται για μια συμφωνία σε τέσσερα μέρη, το τελευταίο μέρος της οποίας, γραμμένο για χορωδία και ορχήστρα, φέρει την ονομασία «Τα Νικητήρια (Τη Υπερμάχω). Finale».
Άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι
Μαζί με τον Καλομοίρη βρίσκουμε και άλλους συνθέτες που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες με αυτόν, αλλά ο καθένας διατηρεί το δικό του προσωπικό ύφος, που εξαρτάται κυρίως από τις επιδράσεις της περιοχής που γεννήθηκε, τη χώρα που σπούδασε μουσική, την ιδιοσυγκρασία του και την εποχή που έζησε.
Στην πρώτη γενιά συνθετών, εκτός του Καλομοίρη, ανήκουν επίσης ο Γεώργιος Λαμπελέτ και ο Διονύσιος Λαυράγκας, που ήταν από τα Επτάνησα αλλά έδρασαν κυρίως στην Αθήνα εδραιώνοντας το έργο της εθνικής σχολής, καθώς και ο Μάριος Βάρβογλης που μαζί τον Αιμίλιο Ριάδη εμφανίζουν στο έργο τους γαλλικές επιδράσεις λόγω των σπουδών και της διαμονής τους στη Γαλλία. Κάποια έργα του Ριάδη εμφανίζουν και ανατολίτικα στοιχεία, καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη.
Ο Βάρβογλης γράφει την Ποιμενική σουίτα όταν βρισκόταν στο Παρίσι. Νοσταλγώντας την πατρίδα του, φέρνει εδώ στο μυαλό του όμορφες εικόνες των απλών ανθρώπων του χωριού, που τις εκφράζει μέσα από τους περιγραφικούς τίτλους και τις δημοτικοφανείς μελωδίες:
- Ι. Κοντά στο ερημοκλήσι, το τραγούδι των τσοπάνων
- ΙΙ. Ειδύλλιο
- ΙΙΙ. Χορός
Ανάμεσα στις σημαντικότερες μορφές των επόμενων γενεών ανήκουν ο Πέτρος Πετρίδης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Θεόδωρος Καρυωτάκης, ο Ανδρέας Νεζερίτης, ο Γεώργιος Καζάσογλου και ο Γεώργιος Πονηρίδης, οι οποίοι άντλησαν έμπνευση και από το βυζαντινό μέλος, οπως και ο Αλέκος Ξένος, που θεωρείται ο κυριότερος συνθέτης ελληνικής αντιστασιακής μουσικής κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικοί από αυτούς, όπως ο Πονηρίδης, στράφηκαν στη συνέχεια προς νεότερες τεχνοτροπίες. Εδώ εντάσσεται και ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, που ενώ το όνομά είναι συνδεδεμένο με τις σύγχρονες τάσεις (δωδεκαφωνία, σειραϊσμός, μετα-σειραϊσμός), πέρασε μια τονική περίοδο (1932-1952) προσεγγίζοντας την εθνική σχολή και τη βυζαντινή μουσική, χωρίς όμως να εμπλέκεται στο ιδεολογικό κομμάτι της.
- Ο Πετρίδης στο έργο του Χορικό και παραλλαγές πάνω στο βυζαντινό θέμα «Κύριε των Δυνάμεων» για ορχήστρα εγχόρδων, χρησιμοποιεί την κατανυκτική μελωδία από το συγκεκριμένο τροπάριο, πάνω στην οποία δημιουργεί μια σειρά από παραλλαγές και μια φούγκα.
Δύο συνθέτες που χρησιμοποίησαν δημοτικές μελωδίες στο έργο τους, χωρίς όμως να εντάσσονται ιδεολογικά στην Εθνική Σχολή, είναι ο Γιάννης Κωνσταντινίδης και ο Νίκος Σκαλκώτας. Οι δύο αυτοί συνθέτες γνωρίζονταν και συνδέονταν φιλικά από τα χρόνια των σπουδών και διαμονής τους στο Βερολίνο. Ο Κωνσταντινίδης, γνωστός και ως Κώστας Γιαννίδης στα ελαφρά του τραγούδια, χρησιμοποιεί αυτούσιες τις μελωδίες, χωρίς να τις αναπτύσσει. Ο Σκαλκώτας πάλι, πέραν από τους φημισμένους 36 Ελληνικούς χορούς του, έχει ενδιαφερθεί και έχει αντλήσει συχνά έμπνευση από τη δημοτική μούσα αλλά ακόμη και το ρεμπέτικο, ανοίγοντας νέους συνθετικούς δρόμους.
- Σκηνικές οδηγίες και σκίτσο για το σκηνικό από τον Μάριο Βάρβογλη στην παρτιτούρα φωνών της όπεράς του Το απόγεμα της αγάπης.
“Γερή εθνική μουσική δίχως γερή φιλολογία δεν συντυχαίνουμε”
Στην Ελλάδα, από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε ξεσπάσει έντονη διαμάχη σχετικά με το ποια γλώσσα θα πρέπει να καθιερωθεί ως επίσημη «εθνική» γλώσσα στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, η λόγια γραφόμενη (καθαρεύουσα) ή η απλή ομιλούμενη (δημοτική). Αυτός το φαινόμενο που δίχασε τον κόσμο, παίρνοντας διαστάσεις κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές, είναι γνωστό με τον όρο «γλωσσικό ζήτημα» και έφτασε μέχρι το σημείο στις αρχές του 20ού αιώνα να σημειωθούν βίαιες συγκρούσεις, όπως τα Ευαγγελικά (1901) και τα Ορεστειακά (1903). Πρωτεργάτης αυτής της προσπάθειας ήταν ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης που έγραψε το πεζογράφημα- μανιφέστο της δημοτικής Το ταξίδι μου (1888). Οι οπαδοί της δημοτικής, προσπαθώντας να βρουν τρόπους να προσδιορίσουν και να εκφράσουν τη εθνική ταυτότητα, συνδέθηκαν με τον προοδευτικό χώρο και την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Στον χώρο της τέχνης, πρώτη βρήκε το δρόμο της η ποίηση, η οποία μέσω της «Γενιάς του 1880» ή αλλιώς «Νέα Αθηναϊκή Σχολή», με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Κωστή Παλαμά, θα επηρεάσει στη συνέχεια και τη μουσική δημιουργία. Απορρίπτοντας τον στόμφο του αθηναϊκού ρομαντισμού στρέφονται προς τη δημοτικιστική γλώσσα και παράδοση, το πραγματικό και το καθημερινό, επηρεασμένοι από την επιστήμη της λαογραφίας, που έφερε στην Ελλάδα τις ευρωπαϊκές ιδέες για την αξία της εθνότητας και του λαϊκού πολιτισμού.
Οι συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής στράφηκαν στη σύγχρονη λογοτεχνική και ποιητική δημοτικιστική παραγωγή, μελοποιώντας ποιήματα των Κωστή Παλαμά, Γεώργιου Δροσίνη, Αργύρη Εφταλιώτη, Ιωάννη Γρυπάρη, Αλέξανδρου Πάλλη, Κώστα Χατζόπουλου, ενώ βάσισαν τις όπερές τους σε θεατρικά έργα των Νίκου Καζαντζάκη, Γιάννη Καμπύση, Θεόδωρου Συναδινού, Ιωάννη Πολέμη, εμπνευσμένα κυρίως από τη λαϊκή παράδοση, αλλά και σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Ο Καλομοίρης, θεωρώντας την ύπαρξη δυνατής λογοτεχνικής βάσης απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορέσει να «πατήσει» στα χνάρια της η μουσική, για να δημιουργήσει αντίστοιχα κάτι σημαντικό, είχε πει τη φράση «Γερή εθνική μουσική δίχως γερή φιλολογία δεν συντυχαίνουμε».
- Μια σημαντική μουσική εκδήλωση αφιερωμένη στον Παλαμά και στη μελοποιημένη ποίησή του από Έλληνες συνθέτες διοργανώθηκε από τον μεγαλύτερο θαυμαστή του, τον Μανώλη Καλομοίρη το 1936, όπου ακούστηκαν κυρίως συνθέσεις του, μαζί με τραγούδια των Σαμάρα, Λαυράγκα, Πετρίδη και Μητρόπουλου.
Η δημιουργία κρατικών μουσικών θεσμών
Η κατάσταση για τους επαγγελματίες μουσικούς και συνθέτες στις αρχές του 20ου αιώνα είναι πολύ άσχημη. Δεν υπάρχει κανένα συνδικαλιστικό όργανο για να υποστηρίξει τα δικαιώματά τους, κανένας κρατικός θεσμός (ορχήστρα, όπερα, μπαλέτο) ώστε να απασχολούνται σε μόνιμη θέση, ενώ τα ιδιωτικά σχήματα δεν είναι σταθερά και εργάζονται σε αυτά περιστασιακά.
Εθνική Λυρική Σκηνή
Οι πρώτοι οπερατικοί θίασοι πριν από τον 20ό αιώνα, που έδιναν παραστάσεις στην ελληνική επικράτεια, προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία και τη Γαλλία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι την ίδρυση κρατικού μελοδραματικού οργανισμού, μόλις ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, έδρασαν τρεις επαγγελματικοί θίασοι με την ονομασία Ελληνικό Μελόδραμα, που λειτούργησαν ως πρόγονοί της. Σημαντικότερος από τους τρεις υπήρξε ο θίασος του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος, που ιδρύθηκε το 1898 από τον Διονύσιο Λαυράγκα σε συνεργασία με τον Λουδοβίκο Σπινέλη. Είχαν προηγηθεί οι προσπάθειες του Ναπολέοντα Λαμπελέτ και του βαθύφωνου Αντώνη Λάνδη το 1887-1888 (Α΄ Ελληνικό Μελόδραμα) το οποίο κατάφερε να ανεβάσει μονάχα ένα έργο, τον Υποψήφιο Βουλευτή του Ξύνδα και το Β΄ Ελληνικό Μελόδραμα (1888-1890) με εμψυχωτή και χρηματοδότη τον Ιωάννη Καραγιάννη που κατάφερε να ανεβάσει αρκετές παραστάσεις και να κάνει περιοδείες μέχρι και στο εξωτερικό αλλά δυστυχώς διαλύθηκε σχετικά σύντομα.
Τη δράση του Ελληνικού Μελοδράματος συνεχίζει η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), κάνοντας το 1939 πραγματικότητα το μεγάλο όνειρο μουσικών και συνθετών για δημιουργία κρατικής λυρικής σκηνής. Η ίδρυσή της βοήθησε μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου να επιβιώσει κατά τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησαν. Το 1944, πριν την Απελευθέρωση, ο θίασος αυτονομείται από το Εθνικό (τότε Βασιλικό) Θέατρο, από το οποίο εξαρτιόταν αρχικά, και τη θέση του πρώτου γενικού διευθυντή παίρνει ο Μανώλης Καλομοίρης, που είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία και τη στελέχωσή της.
- Στιγμιότυπο από το ανέβασμα της όπερας του Μανώλη Καλομοίρη Ο Πρωτομάστορας στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού το 1944 σε παραγωγή της ΕΛΣ. Την ορχήστρα διευθύνει ο συνθέτης.
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών αποτελεί την εξέλιξη της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, που λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα έχοντας ως μέλη της μαθητές και δασκάλους του Ωδείου. Τη μαθητική ορχήστρα είχε διευθύνει μεταξύ άλλων και ο Δημήτρης Μητρόπουλος, μαθητής ακόμη του Ωδείου. Η ορχήστρα άλλαξε αρκετές φορές ονομασία και σύσταση. Κάποια στιγμή, το 1925, ενώνεται και με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ελληνικού Ωδείου δημιουργώντας τον Σύλλογος Συναυλιών. Σημαντικότερη στιγμή της ήταν η εμφάνιση στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1926, όπου ο ίδιος ο Ρίχαρντ Στράους διηύθυνε συναυλία με έργα του. Η ορχήστρα κρατικοποιήθηκε το 1942, μετά από πολλές προσπάθειες και στην καρδιά της γερμανικής κατοχής, έχοντας ως πρώτο αρχιμουσικό της τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη, στον οποίο οφείλεται και κατά μεγάλο βαθμό η κρατικοποίησή της. Κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, ήταν εγκαταστημένη στο Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου έκανε και τις πρόβες της, ενώ τα εκθέματα φυλάσσονταν στα υπόγεια του κτιρίου.
- Πρόγραμμα ΚΟΑ 1943 και link με το πρόγραμμα της ΜΜΒ https://digital.mmb.org.gr/digma/bitstream/123456789/10864/1/documentsingle.pdf
Συμφωνική Ορχήστρα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας
Ένα άλλο κρατικό σχήμα είναι η Συμφωνική Ορχήστρα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (σήμερα Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση - ΕΡΤ), που δημιουργείται στα 1938, δηλαδή τρία χρόνια πριν από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Η δημιουργία της έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη διάδοση της μουσικής, καθώς πολλά σπίτια είχαν πλέον ραδιόφωνα και έτσι ο κόσμος μπορούσε να απολαύσει δωρεάν έργα του διεθνούς ρεπερτορίου μαζί με γνωστά, άγνωστα ή και νέα έργα Ελλήνων συνθετών, ενώ παράλληλα οι ηχογραφήσεις των εκτελέσεων αποτελούν πλέον πολύτιμο αρχείο στην ΕΡΤ. Μαζί της εμφανίστηκαν πολύ σημαντικά ονόματα του ελληνικού και διεθνούς χώρου. Πρώτος μαέστρος της υπήρξε ο συνθέτης και μαέστρος Αντίοχος Ευαγγελάτος.
Ένωση Ελλήνων Μουσουργών
Η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών δεν είναι κρατικός φορέας αλλά σωματείο. Ύστερα από κάποιες προσπάθειες που προηγήθηκαν, ιδρύθηκε τελικά το 1931, με κύριο σκοπό την προβολή της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και την υποστήριξη των συμφερόντων των συνθετών, όπως την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων. Την επιστολή—πρόσκληση προς τους συνθέτες για να γίνουν μέλη της συνέταξε Ο Μανώλης Καλομοίρης μαζί με την Διονύσιο Λαυράγκα, που έγινε και ο πρώτος πρόεδρος της Ένωσης. Ουσιαστική δράση ξεκίνησε όμως το 1936 όταν εκλέχτηκε πρόεδρος ο Καλομοίρης, που έμεινε σε αυτή τη θέση για πολλά χρόνια. Άλλοι συνθέτες που διετέλεσαν πρόεδροι είναι ο Δημήτριος Λεβίδης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Γεώργιος Σισιλιάνος, ο Θεόδωρος Αντωνίου και ο Ιωσήφ Παπαδάτος. Στα μέλη της συγκαταλέγονται οι σημαντικότερες μορφές στον ελληνικό χώρο της σύνθεσης.
- Πρακτικό ίδρυσης ΕΕΜ από τη σελίδα της
Μεγάλη Ιδέα:
Το όραμα της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας και άλλων περιοχών που ανήκαν παραδοσιακά στους Έλληνες και τη δημιουργία μιας μεγάλης, ισχυρής Ελλάδας. Τελειώνει με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922
Εθνική συνείδηση και εθνικές σχολές
Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης έδωσαν αφορμή να εκδηλωθεί το εθνικό συναίσθημα πληθυσμών που ζούσαν υποτελείς κάτω από μεγάλους ηγεμόνες. Για να υπογραμμίσουν την ταυτότητά τους, συνθέτες που ανήκαν στις εθνικές αυτές ομάδες χρησιμοποίησαν στοιχεία από τη λαϊκή τους παράδοση (θρύλους, λαϊκές μελωδίες κλπ.), δημιουργώντας έτσι χαρακτηριστικές «εθνικές σχολές». Μια τέτοια ομάδα 5 συνθετών προερχόταν από τη Ρωσία και έγινε γνωστή σαν «Ομάδα των Πέντε». Αργά ή γρήγορα εθνικές σχολές αναπτύχθηκαν/ δημιουργήθηκαν σε πολλές χώρες: στη Σκανδιναβία, στη Βοημία και την Τσεχία, στην Ουγγαρία, στην Αγγλία, στην Ισπανία αλλά και στην Ελλάδα. Στη χώρα μας οι περισσότεροι συνθέτες του 19ου αιώνα έδρασαν στα Επτάνησα (που δεν γνώρισαν τον τουρκικό ζυγό) και δημιούργησαν τη λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή.
Μανώλης Καλομοίρης
1883-1962
Ο Μανώλης Καλομοίρης υπήρξε από τους πιο σημαντικούς Έλληνες συνθέτες. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε μουσική στη Βιέννη. Ήταν οπαδός του δημοτικισμού και διατράνωνε τις απόψεις του μέσα από τις σελίδες του ιστορικού περιοδικού Νουμάς. Το Ιούνιο του 1908 και ενόσω εργάζεται ως καθηγητής πιάνου στο Χάρκοβο (1906-1910), δίνει την πρώτη του συναυλία με έργα του στο Ωδείο Αθηνών. Στο πρόγραμμα παρουσιάζει σε ακραία δημοτική την άποψή του για το πώς θα πρέπει να πορευθεί η ελληνική μουσική, ποια πρότυπα πρέπει να ακολουθήσει και από πού μπορεί να αντλήσουν την έμπνευσή τους οι Έλληνες συνθέτες. Το κείμενο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως το μανιφέστο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στα τέλη του 1910 και διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών. Θαύμαζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωστή Παλαμά, θεωρώντας τους ακρογωνιαίους λίθους της ευημερίας της Ελλάδας. Το 1919 ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο και το 1926 το Εθνικό Ωδείο, με το οποίο συνέδεσε μεγάλο μέρος της παιδαγωγικής του πορείας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του συνέβαλε στην ίδρυση σημαντικών μουσικών θεσμών, στους οποίους κατέλαβε και διευθυντικές θέσεις, όπως: γενικός επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών, γενικός διευθυντής και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Υπήρξε ο πρώτος μουσικός που εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην αντίστοιχη έδρα.
Η εργογραφία του Μανώλη Καλομοίρη περιλαμβάνει όπερες, συμφωνικά έργα, έργα μουσικής δωματίου και πολλά άλλα. Βασική πηγή έμπνευσης αποτελεί η Ελλάδα και το παρελθόν της, με ιδιαίτερη έμφαση στη λαϊκή παράδοση και -σε μικρότερο ποσοστό- και το βυζαντινό παρελθόν. Παρόλο που η δημοτική μουσική αποτελεί σημαντικό πυλώνα της δημιουργίας του, ο Καλομοίρης δεν χρησιμοποιεί συχνά αυτούσιες μελωδίες δημοτικών τραγουδιών. Μία από τις σημαντικότερες και δημοφιλείς δημιουργίες του παραμένει η Συμφωνία της Λεβεντιάς.
Καλομοίρης: “Γερή εθνική μουσική δίχως γερή φιλολογία δεν συντυχαίνουνε”
Γεώργιος Λαμπελέτ
1875-1945
Από αξιόλογη μουσική οικογένεια της Κέρκυρας, ο Γεώργιος Λαμπελέτ σπούδασε, όπως και ο αδελφός του Ναπολέων, στο Ωδείο της Νάπολης στην Ιταλία. Είναι προφανές ότι οι δεσμοί των Επτανήσιων συνθετών με την Ιταλία ήταν πολύ στενοί. Ο Γεώργιος, εκτός από συνθέτης και δάσκαλος μουσικής, υπήρξε και μουσικοκριτικός, ενώ είχε δημοσιεύσει πλήθος άρθρα σε διάφορα περιοδικά της εποχής. Ήταν ο πρώτος μουσικός που μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας εθνικής μουσικής. Η μουσική του εμπεριέχει στοιχεία από την ελληνική δημοτική μουσική παράδοση, αφού άλλωστε έτσι του επιτάσσει και η ιδεολογική του προσέγγιση γύρω από τη σύνθεση.
Διονύσιος Λαυράγκας
1860-1941
Ο Διονύσιος Λαυράγκας ήταν ο συνθέτης που συνέδεσε το όνομά του με τη σημαντικότερη περίοδο του θιάσου του Ελληνικού Μελοδράματος, του επονομαζόμενου Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος. Ο Λαυράγκας γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Παίρνει μαθήματα μουσικής από διάφορους δασκάλους, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο, ο καλύτερός του δάσκαλος ήταν η συμμετοχή του σε ιταλικούς θιάσους όπερας που επισκέπτονταν το νησί, όπου έπαιζε βιολί. Κατόπιν, συνεχίζει με σπουδές στο Ωδείο της Νάπολης και το φημισμένο Ωδείο του Παρισιού.
Επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αθήνα το 1894, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Εταιρείας. Το 1896 που του ανατίθεται η διεύθυνση της εναρκτήριας συναυλίας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Λαυράγκας έχει ήδη συνθέσει αρκετά έργα, και κάποια μάλιστα έχουν βραβευτεί. Το 1899 αρχίζει τη σοβαρή ενασχόλησή του με αθηναϊκούς μελοδραματικούς θιάσους και ουσιαστικά αφοσιώνεται σε αυτόν το σκοπό, τη δημιουργία δηλαδή ενός σταθερού ελληνικού μελοδραματικού σχήματος.
Η όπερα Φρόσω του Διονύσιου Λαυράγκα γράφτηκε το 1938 και αποτελεί ένα από τα τελευταία έργα, ίσως το τελευταίο, του σημαντικού Έλληνα μουσουργού. Στο συγκεκριμένο έργο αποκαλύπτεται η μουσική γλώσσα του Λαυράγκα, η οποία είναι μια μείξη της λαϊκής μουσικής των Επτανήσων με τις διάφορες επιρροές που δέχτηκε από τη μουσική της Ευρώπης.
Μάριος Βάρβογλης
1885 – 1967
Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες και μεγάλωσε στην Αθήνα. Προερχόταν από ιστορική οικογένεια αγωνιστών του 1821 και πολιτικών. Μαζί με τους Μανώλη Καλομοίρη, Διονύσιο Λαυράγκα, Γεώργιο Λαμπελέτ και Αιμίλιο Ριάδη, θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της Εθνικής Μουσικής Σχολής, τόσο με κείμενά του όσο και με το μουσικό του έργο.
Από μικρός είχε έφεση στις καλές τέχνες και γι αυτό σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών και στο Ωδείο Αθηνών. Οι γονείς του όμως θέλουν να ασχοληθεί με σπουδές πολιτικών επιστημών και τον στέλνουν στη Γαλλία, όπου αντ’ αυτού, στρέφεται προς τη μουσική και γράφεται στο Ωδείο του Παρισιού -όπου μεταξύ άλλων κάνει ιστορία μουσικής με τον Μπουργκό-Ντικουντρέ, μελετητή της ελληνικής μουσικής και του πρώτου ευρωπαίου μουσικού που εξέδωσε μουσική συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών- και αργότερα στη Σκόλα Καντόρουμ. Στο Παρίσι γνωρίζει σημαντικούς καλλιτέχνες και συνθέτες της εποχής, όπως τον Σαιν-Σανς και τον Μωρίς Ραβέλ και τον Αιμίλιο Ριάδη. Υπήρξε φίλος με τον γνωστό ζωγράφο Αμαντέο Μοντιλιάνι, ο οποίος ζωγράφησε το «Πορτραίτο του Μάριου». Επιστρέφοντας στην Αθήνα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία μουσικής σε διάφορα γυμνάσια και ωδεία και με τη μουσικοκριτική, ενώ ανέλαβε διάφορες διευθυντικές και διοικητικές θέσεις. Για τη δράση του τιμήθηκε με βραβεία και μετάλλια, όμως δεν κατάφερε να γίνει μέλος τη Ακαδημίας Αθηνών, παρόλο που προτάθηκε επανειλημμένα.
Τα έργα του αντλούν συνήθως έμπνευση από την ελληνική λογοτεχνία/ποίηση και δημοτική μουσική, χαρακτηρίζονται από ευγένεια και λιτότητα, με έντονα γαλλικό χρώμα. Άφησε ένα σχετικά μικρό, αλλά σημαντικό μουσικό έργο. Ανάμεσά τους υπάρχει μια σειρά από παιδικά κομμάτια για πιάνο, μουσική δωματίου, έργα για ορχήστρα, μουσική για αρχαίο θέατρο και την όπερα «Το απόγεμα της αγάπης».
Αιμίλιος Ριάδης
1880 – 1935
Κατατάσσεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής και θεωρείται από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της. Η αγάπη του για τον πολιτισμό λαών της Εγγύς και της Άπω Ανατολής, επηρέασε τόσο το μουσικό, όσο και το λογοτεχνικό του έργο. Δεν ήταν λίγες οι φορές άλλωστε που έδωσε διαλέξεις πάνω σε θέματα πρωτάκουστα για την εποχή εκείνη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον Δημήτριο Λάλα, μαθητή, συνεργάτη και φίλο του Βάγκνερ, συνεχίζοντας στο Μόναχο και το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με άλλον ένα κατοπινό εκπρόσωπο της εθνικής σχολής, τον Μάριο Βάρβογλη. Μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη όπου διδάσκει πιάνο, θεωρητικά και χορωδία στο Κρατικό Ωδείο, που μόλις ίεχε ιδρυθεί. Το επίθετο Ριάδης ήταν το μουσικό του ψευδώνυμο (πραγματικό επίθετο Κου) με το οποίο έγινε γνωστός και αποτελεί σύντμηση του λογοτεχνικού του ψευδώνυμου Ελευθεριάδης που χρησιμοποιούσε συμβολικά, όταν νεαρός έγραφε πατριωτική ποίηση.
Ο Ριάδης είναι γνωστότερος για τα τραγούδια του, ιδίως εκείνα με ανατολίτικο χρώμα, γραμμένα συχνά πάνω σε δική του ποίηση, που του χάρισαν χαρακτηρισμούς όπως Σούμπερτ και Μουσόργκσκι της Ελλάδας. Πέθανε πρόωρα αφήνοντας πίσω του αρκετά ημιτελή έργα, είτε με πολλαπλές εκδοχές, γιατί δύσκολα τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα. Στο ύφος της εθνικής σχολής εντάσσονται περισσότερο έργα που έγραψε στη Θεσσαλονίκη. Είναι από τους λίγους Έλληνες συνθέτες που μελοποίησε τη Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου και την Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής.
Ριάδης: «Παρθενώνες πρέπει και εμείς ν’ αφήσουμε πίσω μας, μουσικούς»
Πέτρος Πετρίδης
1892 –1977
Από πολύ νωρίς τον απασχόλησε το θέμα της διαμόρφωσης τεχνικής γραφής κατάλληλης για τη σύνθεση ελληνικής μουσικής. Υποστήριξε τα ιδεώδη του Καλομοίρη και της εθνικής σχολής, τα οποία όμως εκφράστηκαν στο έργο του με έναν ξεχωριστό τρόπο.
Γεννήθηκε στην Νίγδη της Καππαδοκίας και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Όπως και ο Μάριος Βάρβογλης, έτσι και ο Πετρίδης πήγε στο Παρίσι για νομικές σπουδές, τις οποίες όμως διέκοψε για να πολεμήσει ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Επιστρέφοντας, αφοσιώνεται στη μουσική. Δε φοίτησε συστηματικά σε μουσική σχολή, γι αυτό και θεωρούσε τον εαυτό του αυτοδίδακτο. Στη μουσική του γραφή ενσωμάτωσε αρχικά στοιχεία από την ελληνική δημοτική μουσική, ενώ αργότερα στράφηκε προς το βυζαντινό μέλος, συνδυάζοντας ιμπρεσιονιστικά στοιχεία των Γάλλων συνθετών και πολυφωνικές-αντιστικτικές τεχνικές του μπαρόκ.
Γνώστης πολλών γλωσσών, ασχολήθηκε με την αρθρογραφία σε πολλές ελληνικές και ξένες εφημερίδες και περιοδικά, έδωσε διαλέξεις γύρω από την ελληνική μουσική στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου και δίδαξε νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία στη Σορβόνη. Απέσπασε δύο πολύ σημαντικές διακρίσεις με την εκλογή του ως αντεπιστέλλον μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και ως τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ανάμεσα στα κύρια έργα του συγκαταλέγεται μια όπερα, το ορατόριο Άγιος Παύλος, Ρέκβιεμ για τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, διάφορα ορχηστρικά έργα, ανάμεσά τους τέσσερις συμφωνίες, τρία κοντσέρτα, χορικά και παραλλαγές σε βυζαντινούς ύμνους και τραγούδια.
Αντίοχος Ευαγγελάτος
1903 –1981
Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ξεκίνησε μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε στο εξωτερικό στη Λειψία (Γερμανία), τη Βιέννη (Αυστρία) και τη Βασιλεία (Ελβετία). Συνθέτης και αρχιμουσικός, διηύθυνε πολλά έργα Ελλήνων συναδέλφων του συμβάλλοντας σημαντικά στην προώθηση της ελληνικής μουσικής σε Ελλάδας και εξωτερικό. Κατείχε πολλές σημαντικές διοικητικές θέσεις, όπως πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, διευθυντής του Ελληνικού Ωδείου, μόνιμος μαέστρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Ορχήστρας του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) και ιδρυτής του Γ’ Προγράμματος, που ασχολείται κυρίως με εκπομπές κλασικής μουσικής και πολιτισμού. Για την προσφορά του τιμήθηκε με πολλά βραβεία.
Η πυκνή ορχηστρική αντιστικτική γραφή του, με έντονο ελληνικό χρώμα μέσω χαρακτηριστικών ρυθμών, μελωδιών και του βυζαντινού μέλους, τον αναδεικνύει ίσως ως τον σημαντικότερο συνεχιστή του ύφους του Καλομοίρη. Συνέθεσε μεταξύ άλλων δύο συμφωνίες, πολλά ορχηστρικά έργα, όπως Ακρογιάλια και βουνά της Αττικής, Εισαγωγή σ’ ένα δράμα, Παραλλαγές και φούγκα πάνω σ' ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι, τη συμφωνική μπαλάντα για μεσόφωνο και ορχήστρα Η Λυγερή κι ο Χάρος, κύκλους τραγουδιών για φωνή και πιάνο, καθώς και μουσική δωματίου.
Γεώργιος Πονηρίδης
1892 –1982
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παίρνει τις πρώτες του μουσικές γνώσεις και γνωρίζει τη βυζαντινή́ μουσική́ ψαλμωδία στην εκκλησία, που θα τον επηρεάσει πολύ ως συνθέτη. Συνέχισε μουσικές σπουδές στις Βρυξέλες και το Παρίσι με φημισμένους δασκάλους. Η αγάπη του για το μονοφωνικό εκκλησιαστικό μέλος τον ώθησε να εμβαθύνει στο γρηγοριανό́ μέλος.
Στις χώρες που σπούδασε εργάστηκε επίσης ως συνθέτης και ως βιολονίστας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1938, όπου διορίστηκε τμηματάρχης μουσικής στο Υπουργείο Παιδείας. Αρχικά, συνθέτει χρησιμοποιώντας το τροπικό σύστημα βρίσκοντας στη δημοτική και βυζαντινή παράδοση μια πηγή συνθετικής έμπνευσης, την οποία προσαρμόζει σε νέα συνθετικά ιδιώματα και τεχνικές. Μετά το 1955 προσεγγίζει το δωδεκάφθογγο σύστημα, μέχρι τα τελευταία του πιανιστικά έργα που χαρακτηρίστηκαν από τον ίδιο ως «απόλυτα διάφωνα». Ο κύριος όγκος αποτελείται από πέντε κοντσέρτα και μουσική δωματίου. Συνέθεσε επίσης διάφορα βυζαντινά́ μέλη, δύο συμφωνίες, την όπερα Λάζαρος, την καντάτα Κασσιανή́, καθώς και φωνητικές συνθέσεις σε ποίηση Παλαμά́ και Σεφέρη.
Δημήτρης Μητρόπουλος
1896–1960
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου πήρε δίπλωμα πιάνου το 1919. Κατόπιν, πήγε στις Βρυξέλλες για να σπουδάσει εκκλησιαστικό όργανο και σύνθεση. Το 1921 πήγε στο Βερολίνο για σπουδές σύνθεσης με τον Φερούτσιο Μπουζόνι και ήρθε σε επαφή με τις νέες τάσεις που αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη θέση του μουσικού διευθυντή της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Από το 1930 και έπειτα έκανε αρκετές εμφανίσεις στην Ευρώπη και την Αμερική με διάφορες ορχήστρες και το 1938 ανέλαβε τη θέση του μαέστρου της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης. Το 1949 έγινε μαέστρος στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης μαζί με τον Λέοπολντ Στοκόβσκι, ενώ το 1951 διορίστηκε καλλιτεχνικός της διευθυντής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1957. Διηύθυνε πάντα χωρίς μπαγκέτα και από μνήμης. Παρουσίασε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση πολλά πρωτοποριακά έργα, ανέσυρε ξεχασμένα έργα και στις εκτελέσεις του οφείλεται το νέο ενδιαφέρον του μουσικού κόσμου για τον Γκούσταβ Μάλερ. Σε κάποιες συναυλίες διηύθυνε και έπαιζε παράλληλα ως σολίστ πιάνου σε έργα πολύ απαιτητικά προκαλώντας τον θαυμασμό.
Πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1960 κατά τη διάρκεια πρόβας με την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου στη Συμφωνία αρ. 3 του Μάλερ. Ο Μητρόπουλος έγινε ευρύτερα γνωστός ως μαέστρος αλλά κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το συνθετικό του έργο. Ακούγοντας τις 14 Invenzioni σε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη για φωνή και πιάνο καταλαβαίνουμε ότι η μουσική γλώσσα του Μητρόπουλου δεν βρίσκεται κοντά στην Εθνική Σχολή αλλά στον αντίποδα όλων των κινημάτων που χρησιμοποιούσαν την τονική μουσική γλώσσα, παρόλο που στο συγκεκριμένο έργο δεν χρησιμοποιεί τις δωδεκαφθογγικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποίησε ο Σκαλκώτας σε αρκετά έργα του. Ο Μητρόπουλος υιοθετεί ένα ατονικό ιδίωμα, χρησιμοποιώντας όμως παραδοσιακές μουσικές φόρμες όπως ο κανόνας, η φούγκα και η πασακάλια, οι οποίες κυριαρχούν στη μουσική της εποχής Μπαρόκ. Η ενασχόληση του Μητρόπουλου με τη σύνθεση τελειώνει σχετικά σύντομα, περίπου το 1928, και έκτοτε αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στα καθήκοντά του ως μαέστρου.