29 Ιαν. 1931. Πρόγραμμα συναυλίας της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών με σύγχρονο ρεπερτόριο, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Η Ελλάδα των πενήντα πρώτων χρόνων του 20ού αιώνα θα βρεθεί αρκετές φορές στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων. Η έκταση του κράτους θα μεγαλώσει σε αυτό το χρονικό διάστημα αλλά όλοι θα βιώσουν τις οδυνηρές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την Γερμανική Κατοχή. Μέσα από τις αντίξοες συνθήκες θα γεννηθούν καλλιτεχνικά κινήματα που θα παίξουν τον ρόλο τους στην εξέλιξη της μουσικής δημιουργίας.
Εκτός από την Εθνική Σχολή και τους συνθέτες της, που υπερίσχυσε εκείνη την περίοδο, αναπτύχθηκαν παράλληλα και τάσεις σύγχρονες προς τα μουσικά δρώμενα της υπόλοιπης Ευρώπης. Και ενώ στα γράμματα η λεγόμενη γενιά του ’30 καταφέρνει να ενώσει με έναν τρόπο ελληνικό τον μοντερνισμό, στη μουσική οι συνθέτες που ακολούθησαν τις σύγχρονες τάσεις δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια αντίστοιχη σχολή, καθώς αντιμετώπισαν την αρνητική στάση του μουσικού περιβάλλοντος. Στις κριτικές της εποχής, ακόμη και όταν αναγνώριζαν το ταλέντο και την πρωτότυπη έμπνευση των συνθετών μοντερνιστικών έργων, τα ακούσματα τούς ήταν τόσο περίεργα και πρωτόγνωρα που δεν μπορούσαν να δεχτούν πως τέτοια έργα μπορούν να σταθούν ως ελληνικές δημιουργίες, καθώς το κύριο ζητούμενο ήταν η έκφραση της ελληνικής ταυτότητας, μέσω έργων εθνικού χαρακτήρα. Ο μοντερνισμός, αν και θεωρητικά απορρίπτει το παρελθόν, στην ουσία αποτελεί μετεξέλιξη των ιδεών του ρομαντισμού, όπου ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης.
Οι πρώτοι των πρώτων
Τις σύγχρονες τάσεις εξέφραζαν αρχικά στην Ελλάδα την περίοδο του μεσοπολέμου ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Νίκος Σκαλκώτας. Χαρισματικές προσωπικότητες, φάνηκε το ιδιαίτερο και πολύπλευρο μουσικό τους ταλέντο όσο ακόμη φοιτούσαν στο Ωδείο Αθηνών. Με την αποφοίτησή τους έφυγαν και οι δύο στο εξωτερικό για να τελειοποιήσουν την τεχνική τους ως σολίστ, όμως τους κέρδισε η τέχνη της σύνθεσης στην οποία και στράφηκαν. Με τον χώρο του μοντερνισμού ήρθαν σε επαφή την εποχή που ζούσαν στο πολυσύχναστο Βερολίνο της χρυσής δεκαετίας του ‘20, της τζαζ, των καμπαρέ, της απελευθέρωσης των ηθών και της μουσικής πρωτοπορίας. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκαν και έκαναν παρέα με άλλους Έλληνες συνθέτες που βρίσκονταν στο Βερολίνο, όπως τον Αντίοχο Ευαγγελάτο και τον Γιάννη Κωνσταντινίδη, μαζί με τραγουδιστές και μουσικούς.
Ο Μητρόπουλος και ο Σκαλκώτας βρέθηκαν εκεί το 1921 και ενώ ο πρώτος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1924, ο δεύτερος έμεινε ως το 1933 που έφυγε αναγκαστικά, με την άνοδο του ναζιστικού κόμματος. Οι κυρίαρχες αναζητήσεις και τάσεις με τις οποίες έρχονται σε επαφή μέσω των δασκάλων τους στη σύνθεση -τον Φερούτσιο Μπουζόνι για τον Μητρόπουλο και τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ και τον Φίλιπ Γιάρναχ για τον Σκαλκώτα- και τους επηρεάζουν είναι κυρίως η ατονικότητα, ο δωδεκαφθογγισμός και ο νεοκλασικισμός. Τεχνικές και φόρμες προηγούμενων εποχών, όπως του μπαρόκ, με η χρήση αντιστικτικών τεχνικών και μορφών (πασακάλια, ενβανσιόν, φούγκα) και του κλασικισμού (σονάτα), συναντούν τη σύγχρονη μουσική γλώσσα και το ελληνικό χρώμα. Στρέφονται στην απόλυτη μουσική αποφεύγοντας τη σύνδεση με εξωμουσικά στοιχεία, χαρακτηριστικό στοιχείο της προγραμματικής μουσικής και των εθνικών σχολών. Το έργο τους αναγνωρίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν πλέον υπερισχύουν στη μουσική ζωή τα μεταπολεμικά πρωτοποριακά ρεύματα.
Στους πρωτοπόρους ανήκει και ο Δημήτριος Λεβίδης (1886-1951), εγκατεστημένος στο Παρίσι το διάστημα 1910-1932, που δεν ασπάζεται μεν τη μουσική γλώσσα του μοντερνισμού, αλλά πειραματίστηκε με νέους ήχους, χρησιμοποιώντας στα έργα του καινούρια και ασυνήθιστα όργανα, όπως τα κύματα Μαρτενό και το πολύχορδο που επινόησε ο Έλληνας τυφλός χορδιστής Ευάγγελος Τσαμουρτζής.
- Φώτο: Σκαλκώτας- Μητρόπουλος
Μαέστρος ή συνθέτης; Ιδού η απορία…
Ή ο παρακάτω που συνάδει και με τον τίτλο του Σκαλκώτα;
Μαέστρος ή συνθέτης; Η περίπτωση του Δημήτρη Μητρόπουλου
Η περίοδος που ο Δημήτρης Μητρόπουλος ασχολήθηκε με τη σύνθεση ήταν σύντομος, καθώς γρήγορα τον κέρδισε η τέχνη του μαέστρου, καταξιώνοντάς τον ως έναν από τους κορυφαίους αρχιμουσικούς του κόσμου. Δείχνοντας αμείωτο ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη μουσική, παρουσίασε και πολλά πρωτοποριακά έργα και μάλιστα σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Ως συνθέτης, πριν φύγει για το εξωτερικό, το ύφος του πλησιάζει αυτό της Εθνικής Σχολής, ενώ αλλού χρησιμοποιεί στοιχεία του ιμπρεσιονισμού και του συμβολισμού, όπως στην όπερά του Αδελφή Βεατρίκη. Τα έργα που συνθέτει με την επιστροφή του από το Βερολίνο είναι συντομότερα σε διάρκεια, έχουν αφομοιώσει τις επιδράσεις των πρωτοποριακών τάσεων του Βερολίνου, υιοθετώντας ένα ατονικό ιδίωμα χωρίς να ακολουθούν κάποια ενιαία τεχνοτροπία και αποτελώντας το καθένα από αυτά δείγματα των διαφόρων τάσεων του μουσικού μοντερνισμού. Συχνά χρησιμοποιεί παραδοσιακές μουσικές φόρμες όπως κανόνας, φούγκα και πασακάλια, οι οποίες κυριαρχούν στη μουσική της εποχής Μπαρόκ. Το έργο του Οστινάτα για βιολί και πιάνο του 1927, αποτελεί το πρώτο δωδεκάφθογγο ελληνικό έργο και από τα πρώτα παγκοσμίως. Ακούγοντας τις 14 Invenzioni σε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη για φωνή και πιάνο καταλαβαίνουμε ότι η μουσική γλώσσα του Μητρόπουλου βρίσκεται στον αντίποδα όλων των κινημάτων που χρησιμοποιούσαν την τονική μουσική γλώσσα, παρόλο που στο συγκεκριμένο έργο δεν χρησιμοποιεί τις δωδεκαφθογγικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποίησε ο Σκαλκώτας σε αρκετά έργα του.
- Φωτό: Σκίτσο Μητρόπουλου
Τονικότητα ή ατονικότητα; Η περίπτωση του Νίκου Σκαλκώτα.
Ο Σκαλκώτας Εμπνέεται από ατονικές τεχνικές και χειρίζεται τη δωδεκάφθογγη μέθοδο με προσωπικό τρόπο, συνδυάζοντάς την με φόρμες του παρελθόντος, με ελληνικά στοιχεία αλλά και την τζαζ. Ασχολήθηκε με όλα τα μουσικά είδη, εκτός από την όπερα και τη θρησκευτική μουσική. Ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μουσικής του παραγωγής υπήρξε η ταυτόχρονη ενασχόλησή του με την τονική και την ατονική μουσική, κάτι που δε βρίσκουμε στους περισσότερους συνθέτες που ασχολούνται με την ατονική / δωδεκάφθογγη τεχνική, στην οποία καταλήγουν αφού αφήσουν πίσω τους το τονικό ιδίωμα. Παράγει ένα πλήθος έργων τα οποία παραμένουν ανεκτέλεστα στην εποχή τους. Συνθέτει έργα όπως: 36 Ελληνικοί Χοροί, Με του Μαγιού τα Μάγια, Κοντσέρτο για Κοντραμπάσο, Η επιστροφή του Οδυσσέα, Κλασική Συμφωνία και άλλα.
Τις πρωτοποριακές επιρροές του σειραϊκού στοιχείου μπορεί κανείς να ακούσει στο Οκτέτο, ένα έργο του 1931 που γράφτηκε στα χρόνια της Γερμανίας. Το συγκεκριμένο κομμάτι βρισκόταν ανάμεσα σ’ εκείνα που είχαν χαθεί κατά την μετακόμιση του Σκαλκώτα από την Γερμανία στην Ελλάδα αλλά βρέθηκε μαζί με άλλα σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Πρόκειται για μια σύνθεση για τέσσερα ξύλινα πνευστά (φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο) και κουαρτέτο εγχόρδων.
Στο τονικό ιδίωμα ανήκουν οι αγαπημένοι και πολυπαιγμένοι 36 Ελληνικοί χοροί, σύνθεση του 1935-1936, που εκτιμήθηκαν και από τον κύκλο της Εθνικής Σχολής. Αρχικά γράφτηκαν για μεγάλη ορχήστρα και κάποιοι μεταγράφηκαν για μικρότερα σύνολα, όπως για έγχορδα.
Πέντε Ελληνικοί Χοροί για έγχορδα (1. Ηπειρώτικος, 2. Κρητικός, 3. Τσάμικος, 4. Αρκαδικός, 5. Κλέφτικος)
- Αριστερά: Πρόγραμμα συναυλίας μουσικής δωματίου στο ΩΑ με έργα Σκαλκώτα 1930
- Δεξιά: Δίσκος: 4 Ελληνικοί Χοροί
ατονικότητα (atonality)
Μουσική στην οποία δεν υπάρχει τονικό κέντρο (νότα ή συγχορδία), με αποτέλεσμα οι διάφωνες συγχορδίες να διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς σημεία χαλάρωσης.
δωδεκάφθογγο σύστημα (twelve-tone method)
Στο σύστημα αυτό, που εισήγαγε ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ στις αρχές του 20ού αιώνα, οι 12 νότες της χρωματικής κλίμακας θεωρούνται ισότιμες και οργανώνονται σε σειρές που αποτελούν το βασικό υλικό της σύνθεσης.
νεοκλασικισμός (neoclassicism)
Ρεύμα του 20ού αιώνα που αναβιώνει τη μουσική παλαιότερων εποχών, κυρίως της Μπαρόκ και της Κλασικής περιόδου.
προγραμματική ή περιγραφική μουσική (program music)
Οργανική μουσική (χωρίς φωνές) που αφηγείται μια ιστορία ή εμπνέεται από άλλες εξωμουσικές ιδέες, οι οποίες συνήθως περιγράφονται σε ένα συνοδευτικό κείμενο, το πρόγραμμα.
Κύματα Μαρτενό:
Πρόκειται για ένα πρώιμο ηλεκτρονικό μουσικό όργανο που εφευρέθηκε το 1928 από τον Γάλλο τσελίστα Μορίς Μαρτενό. Παίζεται με ένα πληκτρολόγιο σαν του πιάνου, αλλά αντί για χορδές έχει μια σειρά από ειδικές ηλεκτρικές λάμπες. Το δεξί χέρι μετακινεί ένα δαχτυλίδι κατά μήκος ενός σύρματος, δημιουργώντας απόκοσμους ταλαντευόμενους ήχους. Για το όργανο έγραψαν συνθέτες όπως ο Ολιβιέ Μεσσιάν και ο Έλληνας Δημήτριος Λεβίδης Συμφωνικό ποίημα για σόλο μουσικά κύματα [Mαρτενό] και ορχήστρα.
Πολύχορδο:
Είναι ένα έγχορδο όργανο που εφηύρε και κατασκεύασε ο τυφλός τεχνικός πιάνων, χορδιστής και εφευρέτης Ευάγγελος Τσαμουρτζής. Αποτελείται από δύο άρπες ενωμένες στη μία τους πλευρά σχηματίζοντας γωνία και ανάμεσά τους κάθεται ο εκτελεστής. Είχε γύρω στις 115 χορδές, έκταση εξίμισι οκτάβες και δυνατό ήχο. Στην Αθήνα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1937 με το έργο του Δ. Λεβίδη Παραλλαγές για τρία πολύχορδα, πνευστά και κρουστά.
Δημήτρης Μητρόπουλος
1896–1960
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου πήρε δίπλωμα πιάνου το 1919. Κατόπιν, πήγε στις Βρυξέλλες για να σπουδάσει εκκλησιαστικό όργανο και σύνθεση. Το 1921 πήγε στο Βερολίνο για σπουδές σύνθεσης με τον Φερούτσιο Μπουζόνι και ήρθε σε επαφή με τις νέες τάσεις που αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη θέση του μουσικού διευθυντή της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Από το 1930 και έπειτα έκανε αρκετές εμφανίσεις στην Ευρώπη και την Αμερική με διάφορες ορχήστρες και το 1938 ανέλαβε τη θέση του μαέστρου της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης. Το 1949 έγινε μαέστρος στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης μαζί με τον Λέοπολντ Στοκόβσκι, ενώ το 1951 διορίστηκε καλλιτεχνικός της διευθυντής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1957. Διηύθυνε πάντα χωρίς μπαγκέτα και από μνήμης. Παρουσίασε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση πολλά πρωτοποριακά έργα, ανέσυρε ξεχασμένα έργα και στις εκτελέσεις του οφείλεται το νέο ενδιαφέρον του μουσικού κόσμου για τον Γκούσταβ Μάλερ. Σε κάποιες συναυλίες διηύθυνε και έπαιζε παράλληλα ως σολίστ πιάνου σε έργα πολύ απαιτητικά προκαλώντας τον θαυμασμό.
Πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1960 κατά τη διάρκεια πρόβας με την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου στη Συμφωνία αρ. 3 του Μάλερ. Ο Μητρόπουλος έγινε ευρύτερα γνωστός ως μαέστρος αλλά κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει το συνθετικό του έργο. Ακούγοντας τις 14 Invenzioni σε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη για φωνή και πιάνο καταλαβαίνουμε ότι η μουσική γλώσσα του Μητρόπουλου δεν βρίσκεται κοντά στην Εθνική Σχολή αλλά στον αντίποδα όλων των κινημάτων που χρησιμοποιούσαν την τονική μουσική γλώσσα, παρόλο που στο συγκεκριμένο έργο δεν χρησιμοποιεί τις δωδεκαφθογγικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποίησε ο Σκαλκώτας σε αρκετά έργα του. Ο Μητρόπουλος υιοθετεί ένα ατονικό ιδίωμα, χρησιμοποιώντας όμως παραδοσιακές μουσικές φόρμες όπως ο κανόνας, η φούγκα και η πασακάλια, οι οποίες κυριαρχούν στη μουσική της εποχής Μπαρόκ. Η ενασχόληση του Μητρόπουλου με τη σύνθεση τελειώνει σχετικά σύντομα, περίπου το 1928, και έκτοτε αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στα καθήκοντά του ως μαέστρου.
Νίκος Σκαλκώτας
1904-1949
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα αλλά σύντομα η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1914 άρχισε σπουδές βιολιού στο Ωδείο Αθηνών με τον Τόνυ Σούλτσε. Αποφοίτησε το 1920, σε ηλικία 16 ετών, με έπαινο και το 1921 πήγε στη Γερμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του με την Αβερώφειο υποτροφία. Εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και ήρθε σε επαφή με συνθέτες όπως ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ, ο Φίλιπ Γιάρναχ, ο Κουρτ Βάιλ και άλλοι. Ο Σκαλκώτας άρχισε να πειραματίζεται με τις τεχνικές του δωδεκαφθογγισμού που είχε επινοήσει ο Σαίνμπεργκ. Συνέθεσε αρκετά έργα κατά την παραμονή του στη Γερμανία, κάποια όμως από αυτά χάθηκαν κατά τη βιαστική του μετακόμιση στην Ελλάδα το 1933 υπό το φόβο της ανόδου του ναζισμού. Αργότερα, ένα μέρος από αυτά τα έργα βρέθηκαν και αγοράστηκαν σε παλαιοβιβλιοπωλεία όπου είχαν καταλήξει.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Σκαλκώτας γίνεται μέλος διαφόρων ορχηστρικών συνόλων και παίζει βιολί, ενώ παράλληλα δεν σταματά να συνθέτει είτε χρησιμοποιώντας τονικές τεχνικές είτε τις μοντέρνες τεχνικές του σειραϊσμού. Γράφει πλήθος έργα, τα οποία παραμένουν ανεκτέλεστα στην εποχή τους. Αξίζει ν’ αναφερθούν τα έργα: 36 ελληνικοί χοροί, Με του Μαγιού τα μάγια, Κοντσέρτο για κοντραμπάσο, Η επιστροφή του Οδυσσέα, Κλασική Συμφωνία και άλλα.
Ο Σκαλκώτας πεθαίνει το 1949 δίχως να έχει αναγνωριστεί το ταλέντο του στο βαθμό που θα του άξιζε. Παρ΄ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια υπάρχει διεθνές ενδιαφέρον για τη μουσική του.
Αντίοχος Ευαγγελάτος
1903 –1981
Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ξεκίνησε μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε στο εξωτερικό στη Λειψία (Γερμανία), τη Βιέννη (Αυστρία) και τη Βασιλεία (Ελβετία). Συνθέτης και αρχιμουσικός, διηύθυνε πολλά έργα Ελλήνων συναδέλφων του συμβάλλοντας σημαντικά στην προώθηση της ελληνικής μουσικής σε Ελλάδας και εξωτερικό. Κατείχε πολλές σημαντικές διοικητικές θέσεις, όπως πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, διευθυντής του Ελληνικού Ωδείου, μόνιμος μαέστρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Ορχήστρας του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) και ιδρυτής του Γ’ Προγράμματος, που ασχολείται κυρίως με εκπομπές κλασικής μουσικής και πολιτισμού. Για την προσφορά του τιμήθηκε με πολλά βραβεία.
Η πυκνή ορχηστρική αντιστικτική γραφή του, με έντονο ελληνικό χρώμα μέσω χαρακτηριστικών ρυθμών, μελωδιών και του βυζαντινού μέλους, τον αναδεικνύει ίσως ως τον σημαντικότερο συνεχιστή του ύφους του Καλομοίρη. Συνέθεσε μεταξύ άλλων δύο συμφωνίες, πολλά ορχηστρικά έργα, όπως Ακρογιάλια και βουνά της Αττικής, Εισαγωγή σ’ ένα δράμα, Παραλλαγές και φούγκα πάνω σ' ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι, τη συμφωνική μπαλάντα για μεσόφωνο και ορχήστρα Η Λυγερή κι ο Χάρος, κύκλους τραγουδιών για φωνή και πιάνο, καθώς και μουσική δωματίου.