Μια μεμβράνη από δέρμα (σήμερα και από πλαστικό) είναι τεντωμένη πάνω από ένα χάλκινο ημισφαιρικό ηχείο, σαν «χύτρα» και στερεώνεται με ένα μεταλλικό δαχτυλίδι και βίδες σε σχήμα Τ. Τα τύμπανα κουρδίζονται με την αυξομείωση της τάσης της μεμβράνης. Όσο πιο τεντωμένη είναι η μεμβράνη, τόσο πιο οξύς ο ήχος και το αντίστροφο.
Τα τύμπανα κρούονται με μπαγκέτες και, ανάλογα με την επιθυμητή ένταση και το επιθυμητό ηχόχρωμα, η «κεφαλή» τους καλύπτεται με φελλό, τσόχα, ξύλο κ.ά.. Σήμερα στην ορχήστρα χρησιμοποιούνται συχνά «χρωματικά» τύμπανα, στα οποία το τονικό ύψος αλλάζει εύκολα με τη βοήθεια ενός πεντάλ.
Μερικές από τις συνηθισμένες τεχνικές παιξίματος είναι:
- οι απλές κρούσεις με μπαγκέτες,
- το ρούλο,
- το γκλισάντο, δηλαδή το γλίστρημα από το ένα τονικό ύψος στο άλλο, που μπορεί να παιχτεί μόνο από τα «χρωματικά» τύμπανα.
Από τον 17ο αιώνα και μετά, τα τύμπανα απέκτησαν μια θέση στην ορχήστρα και για μια μεγάλη χρονική περίοδο (Μπαρόκ και Κλασική εποχή) ήταν τα μόνα της κρουστά.
«εν-δυό, εν-δυό»
Τα τύμπανα προέρχονται από τις στρατιωτικές μπάντες του 17ου αιώνα, στις οποίες τόνιζαν το βηματισμό των στρατιωτών. Αν και μικρότερα σε μέγεθος από τα σημερινά, ήταν πολύ μεγάλα και βαριά, ώστε να μπορούν να μεταφέρονται από τον μουσικό. Έτσι τα κρέμαγαν δεξιά και αριστερά από ένα άλογο και παίζονταν από έναν έφιππο μουσικό.
Στην εικόνα βλέπεις μια τούρκικη στρατιωτική μπάντα των Γενιτσάρων, στα μουσικά όργανα της οποίας διακρίνονται τύμπανα σε ζευγάρια, ταμπούρα, κύμβαλα και διάφορα χάλκινα πνευστά. Μπάντες σαν και αυτήν έγιναν δημοφιλείς στην Κεντρική Ευρώπη στα μέσα του 18ου αιώνα και επηρέασαν με τα ζωηρά ηχοχρώματα των κρουστών τους πολλούς συνθέτες της εποχής (Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν κ.ά.).