Η ορχήστρα
Ο όρος ορχήστρα στην αρχαία Ελλάδα αναφερόταν στο χώρο μπροστά από τη σκηνή, όπου χόρευε (στα αρχαία «ωρχείτο») και τραγουδούσε ο Χορός.
Πολύ αργότερα στη Φλωρεντία, στην αρχή του 17ου αιώνα, γράφονται και εκτελούνται οι πρώτες όπερες, που ξεκίνησαν σαν μια προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Η ίδια λέξη ορχήστρα χρησιμοποιείται ξανά, για να περιγράψει το χώρο μεταξύ της σκηνής και των ακροατών, όπου κάθονται οι εκτελεστές των οργάνων. Σύντομα η λέξη άρχισε να υποδηλώνει τους ίδιους τους μουσικούς και τελικά το σύνολο των μουσικών οργάνων που χρησιμοποιούσαν. Έτσι σήμερα με τον όρο ορχήστρα αναφερόμαστε σε ένα «αρκετά μεγάλο συνδυασμό οργάνων που παίζουν μαζί, σχηματίζοντας ένα ενιαίο σύνολο».
Η ορχήστρα δεν είχε πάντα το ίδιο μέγεθος και σχήμα. Διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, τον τρόπο ζωής, την κοσμοθεωρία των ανθρώπων και τις εκφραστικές ανάγκες τους, και βέβαια σε σχέση με την τεχνολογία των οργάνων κάθε εποχής.
Η εξέλιξη της δυτικής ορχήστρας
Οι πρώτες ορχήστρες, στην αρχή του 17ου αιώνα, αποτελούνταν από έναν τυχαίο συνδυασμό οργάνων που ήταν διαθέσιμα τη συγκεκριμένη στιγμή. Γι’ αυτό την εποχή εκείνη ο αριθμός των εκτελεστών και τα είδη των οργάνων δεν ήταν ποτέ σταθερά.
Κατά την εποχή Μπαρόκ (1600-1750), καθώς τελειοποιούνται και διαδίδονται τα όργανα της οικογένειας του βιολιού, δημιουργείται και καθιερώνεται ένας τύπος ορχήστρας που αποτελείται κυρίως από έγχορδα ― συχνά 4 πρώτα βιολιά, 4 δεύτερα βιολιά, 3 βιόλες, 2 βιολοντσέλα, 1 κοντραμπάσο.
Για να δυναμώσει και να εμπλουτιστεί ο ήχος, συχνά προσθέτουν μερικά πνευστά ―φλάουτα ή όμποε, φαγκότα, ίσως και κόρνα και τρομπέτες― και από κρουστά, ορισμένες φορές τύμπανα. Απαραίτητο συμπλήρωμα στην ορχήστρα της εποχής είναι το τσέμπαλο (ή στα έργα θρησκευτικής μουσικής, το εκκλησιαστικό όργανο) για την εκτέλεση του μπάσο κοντίνουο. Την εποχή εκείνη ο τσεμπαλίστας ή Οργανίστας, ή και το πρώτο βιολί εκτελούσαν χρέη μαέστρου, ενώ ταυτόχρονα έπαιζαν το όργανό τους. Ο ρόλος του ανεξάρτητου μαέστρου θα καθιερωθεί περί τα τέλη της Κλασικής εποχής.
Αυτό τον τύπο ορχήστρας χρησιμοποίησε ο Μπαχ (εικόνα), ο Χαίντελ, ο Βιβάλντι και άλλοι συνθέτες της εποχής Μπαρόκ στα ορχηστρικά τους έργα.
Κατά την Κλασική εποχή (1750-1810 περίπου) η oρχήστρα της εποχής Μπαρόκ, με κύριο πυρήνα τα έγχορδα της οικογένειας του βιολιού, άρχισε να μεγαλώνει σε αριθμό και ποικιλία οργάνων.
Προς τα τέλη του 18ου αιώνα συμπληρώθηκε η οικογένεια των ξύλινων πνευστών (φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο), που συνδυάζονται σε ζευγάρια.
Από τα χάλκινα πνευστά παραμένουν οι τρομπέτες και τα κόρνα, σε ζευγάρια.
Από την οικογένεια των κρουστών παραμένει το ζευγάρι με τα τύμπανα.
Το μπάσο κοντίνουο εγκαταλείπεται και καθορίζονται οι θέσεις των εκτελεστών στη σκηνή: αριστερά και δεξιά τα έγχορδα και στο κέντρο τα πνευστά.
Αυτός ο τύπος ορχήστρας, γνωστός σαν «Κλασική Ορχήστρα», χρησιμοποιήθηκε από τον Χάυντν στις τελευταίες του συμφωνίες και από τον Μότσαρτ στις δικές του. Τις ίδιες περίπου ορχηστρικές δυνάμεις χρησιμοποίησε και ο Μπετόβεν στις τέσσερις πρώτες συμφωνίες του.
Κατά τη Ρομαντική εποχή (19ος αιώνας) το μέγεθος και η μουσική έκταση της ορχήστρας αυξήθηκαν σημαντικά.
Το τρομπόνι, που παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί μόνο σε όπερες και εκκλησιαστική μουσική, τώρα αποκτά μόνιμη θέση στην ορχήστρα.
Οι τρομπέτες και τα κόρνα γίνονται πιο ευέλικτα και εύχρηστα, χάρη στην επινόηση του συστήματος των βαλβίδων.
Τέλος, με την προσθήκη της τούμπας συμπληρώνεται και η οικογένεια των χάλκινων πνευστών, που τη ρομαντική εποχή αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Παράλληλα, τα ξύλινα πνευστά εμπλουτίζονται με την προσθήκη μεγαλύτερων ή μικρότερων «αδελφών»: πίκολο, αγγλικό κόρνο (κορ ανγκλέ), μπάσο κλαρινέτο, κόντρα φαγκότο. Δίπλα στα τύμπανα, που ήταν τα μόνα κρουστά της ορχήστρας, προστίθενται διάφορα ιδιόφωνα και μεμβρανόφωνα για να ενισχύουν το ρυθμό, να ζωντανεύουν τον ήχο και να τον εμπλουτίζουν με νέα ηχοχρώματα. Και για να κρατηθεί μια ισορροπία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της ορχήστρας, η οικογένεια των εγχόρδων αναγκάζεται και αυτή να αυξήσει τον αριθμό των οργάνων της. Το συντονισμό των πολυάριθμων εκτελεστών αναλαμβάνει ένας μαέστρος (διευθυντής ορχήστρας), του οποίου η θέση είναι στο κέντρο, μπροστά απ’ όλους τους μουσικούς.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (όψιμος ρομαντισμός) η ορχήστρα συνεχίζει να αυξάνει σε μέγεθος και ποικιλία ηχοχρωμάτων. Ο συνθέτης Μάλερ λόγου χάρη, στην ‘Ογδοη Συμφωνία του, γνωστή σαν «των Χιλίων» (εκτελεστών), χρησιμοποιεί μια ογκωδέστατη ορχήστρα, στην οποία προσθέτει σόλο τραγουδιστές, μια χορωδία αγοριών και δύο μικτές χορωδίες.
Στη νεότερη εποχή, από το 1910 και μετά, μερικοί συνθέτες, άλλοτε σαν έκφραση αντίδρασης στη υπερβολή του όψιμου ρομαντισμού και άλλοτε για λόγους οικονομικούς (μια τεράστια ορχήστρα είναι πολυδάπανη), άρχισαν να γράφουν έργα για μικρότερες ορχήστρες. Άλλοι πάλι συνθέτες του 20ου αιώνα πειραματίστηκαν με νέους ήχους και νέες τεχνικές, χρησιμοποιώντας καινούργια όργανα, ανακαλύπτοντας καινούργια ηχοχρώματα από γνωστά όργανα ή εξερευνώντας τις συναρπαστικές δυνατότητες των ηλεκτρονικών ήχων.
Η μπάντα
Από τον 17ο μέχρι την αρχή του 18ου αιώνα κάθε «μεγάλο ορχηστρικό σύνολο», ανεξάρτητα από το συνδυασμό των οργάνων του ή το είδος της μουσικής που έπαιζε, αναφερόταν συχνά σαν μπάντα (όπως για παράδειγμα οι ορχήστρες της Αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας και του Καρόλου Β’ της Αγγλίας).
Ο όρος μπάντα αναφέρεται σήμερα κυρίως σε ένα σύνολο πνευστών και κρουστών οργάνων, όπως για παράδειγμα η στρατιωτική μπάντα, η μπάντα χάλκινων κλπ.
Μπάντες επίσης ονομάζονται διάφορα συγκροτήματα χορευτικής μουσικής, μουσικής τζαζ, ροκ, ποπ κλπ.