Τα ηχηρά μουσικά όργανα προορίζονταν κυρίως για μουσική σε ανοιχτούς χώρους (κατά κανόνα πνευστά και κρουστά). Ανάμεσά τους είναι:
Η τρομπέτα (σάλπιγγα), που την εποχή αυτή είχε ακόμη ευθύ σωλήνα.
Ο κάλαμος, (σάλπιγγα), που την εποχή αυτή είχε επίσης ευθύ σωλήνα. Ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή πνευστά όργανα του Μεσαίωνα. Οι φθόγγοι παράγονταν με το άνοιγμα και κλείσιμο των οπών που υπήρχαν πάνω στο σωλήνα του οργάνου. Είχε ένα καθαρό, διαπεραστικό ηχόχρωμα. Είναι όργανο με διπλή γλωττίδα, και θεωρείται πρόγονος του όμποε.
Το κορνέτο, και αυτό με οπές, κατασκευασμένο από ελεφαντόδοντο ή ξύλο, δεμένο με δέρμα. Είχε ένα επιστόμιο σε σχήμα μικρού κώνου.
Ο άσκαυλος, που εκτός από τη μελωδία έπαιζε και ένα είδος ισοκρατήματος. Ο σωλήνας με τις οπές έπαιζε τη μελωδία, ενώ ο μακρύτερος το ισοκράτημα.
Το ταμπόρ (tabor) ήταν ένα κυλινδρικό ταμπούρο με δύο επιφάνειες κρούσης, που παιζόταν ταυτόχρονα με ένα μικρό, ίσιο φλάουτο, από τον ίδιο εκτελεστή.
Υπήρχαν ακόμη διάφορα μικρά ταμπούρα αραβικής προέλευσης (αραβ. naqqara), που παίζονταν ανά ζεύγη, ντέφια, τρίγωνα, καμπάνες, κύμβαλα κ.ά.
Τα κρουστά δεν μπορούσαν ν’ αποδώσουν μελωδίες αλλά μόνο ρυθμούς, και γι' αυτό χρησιμοποιούνταν για να κρατούν το ρυθμό στη στρατιωτική και στη χορευτική μουσική. Εξαίρεση αποτελούσαν οι μικρές καμπάνες σε διάφορα μεγέθη, που κρούονταν με σφυράκια και μπορούσαν να παίξουν κάποια απλή μελωδία.