Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πιανοφόρτε

Πιανοφόρτε

Είναι ένα κρουόμενο πληκτροφόρο, καθώς ο ήχος του παράγεται από χορδές που κρούει ο εκτελεστής με τη βοήθεια πλήκτρων.

Το σύγχρονο πιάνο έχει μουσική έκταση σχεδόν οκτώ oκτάβες. Οι ατσάλινες χορδές του είναι τεντωμένες πάνω σ’ έναν σιδερένιο σκελετό, για να αντέχει την πίεση που ασκείται από το τέντωμα. Κάτω από τις χορδές βρίσκεται το ηχείο που ενισχύει τον ήχο και εμπλουτίζει το ηχόχρωμα. Σε κάθε χαμηλό φθόγγο αντιστοιχεί μία χορδή, σε κάθε φθόγγο μέσης οξύτητας δύο χορδές, και στους πιο οξείς φθόγγους τρεις χορδές. Με το πάτημα του πλήκτρου, ενεργοποιείται ένας πολύπλοκος μηχανισμός, που καταλήγει στην κρούση της αντίστοιχης χορδής (ή χορδών) από το «σφυράκι», που σήμερα είναι καλυμμένο με τσόχα. Μόλις ελευθερωθεί το πλήκτρο, πέφτει το πνιγείο ή σουρντίνα (ιταλ. sordina) από τσόχα και σταματά η δόνηση της χορδής.

Το πιάνο έχει δύο βασικά ποδόπληκτρα (πεντάλ). Το δεξί, που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας, ανασηκώνει τα πνιγεία από τις χορδές και τις αφήνει να πάλλονται ελεύθερα, διατηρώντας τον ήχο. Το αριστερό πεντάλ, που σημειώνεται στην πάρτα με την ένδειξη una corda, δηλαδή «μια χορδή», μετατοπίζει ολόκληρο το μηχανισμό των πλήκτρων και των σφυριών λίγο προς τα δεξιά, έτσι ώστε να κρούεται μόνο μία χορδή και ο ήχος να ακούγεται πιο μαλακός. Όταν ο συνθέτης θέλει να ελευθερωθεί το αριστερό πεντάλ, σημειώνει την ένδειξη tre corde, δηλαδή «τρεις χορδές». 

Το πιανοφόρτε, που για συντομία αποκαλούμε πιάνο, επινοήθηκε γύρω στα 1700 από τον Ιταλό Μπαρτολομέο Κριστοφόρι, ο οποίος ονόμασε το καινούργιο πληκτροφόρο του “gravicembalo col piano e forte”, δηλαδή “τσέμπαλο που παίζει σιγά και δυνατά”, καθώς τα σφυράκια, ανάλογα με την πίεση που ασκούσε ο εκτελεστής πάνω στα πλήκτρα, είχαν τη δυνατότητα να χτυπούν τις χορδές σιγά (piano) ή δυνατά (forte). Εκτός από τις αντιθέσεις στη δυναμική, το πιάνο μπορούσε ν’ αποδώσει όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις από πολύ σιγά μέχρι πολύ δυνατά, και αυξομειώσεις από σιγά βαθμηδόν σε δυνατά (crescendo) ή από δυνατά βαθμηδόν σε σιγά (diminuendo). Χάρη σ’ ένα μηχανισμό μπορούσε να παίξει φθόγγους «δεμένους» (legato) ή «χωρισμένους» και «κοφτούς» (staccato).

Αυτές οι σημαντικές καινοτομίες έδωσαν στο καινούργιο πληκτροφόρο τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες, τις οποίες ωστόσο ανακάλυψαν πολύ αργότερα οι συνθέτες, που από το 1770 και ύστερα αφιέρωσαν στο όργανο αυτό μερικά από τα πιο αξιόλογα έργα τους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα το τσέμπαλο και το πιάνο συνυπήρχαν, πολύ συχνά μάλιστα, πλάι στον τίτλο των έργων για πληκτροφόρα αναφερόταν η ένδειξη «για πιανοφόρτε ή τσέμπαλο».

Από τους πρώτους συνθέτες που αναγνώρισαν τα ιδιαίτερα προσόντα του πιάνου ήταν ο Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ και ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ο οποίος μάλιστα, το 1768, έδωσε στο Λονδίνο τα πρώτα δημόσια ρεσιτάλ για το όργανο αυτό. Στις αρχές του 19ου αιώνα το τσέμπαλο επισκιάστηκε τελικά από το πιάνο.                                                                                         

Το πιάνο είναι σήμερα από τα πιο δημοφιλή όργανα και χρησιμοποιείται τόσο σαν σολιστικό όσο και σαν συνοδευτικό  όργανο.               

                                                                                                                

Η εξέλιξη των κρουόμενων πληκτροφόρων και του πιάνου

Σαντούρι

Το σαντούρι εμφανίστηκε στο Ιράκ λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού.  Οι βασικές αρχές λειτουργίας του είναι όμοιες με του πιάνου: ο ήχος παράγεται με την κρούση των χορδών. Ωστόσο, ενώ στο σαντούρι οι χορδές κρούονται από τον εκτελεστή με ειδικές μπαγκέτες, στο πιάνο κρούονται από σφυράκια που ενεργοποιούνται με το πάτημα των πλήκτρων.

Κλαβίχορδο (αγγλικά clavichord)

Αυτό το πληκτροφόρο πρωτοκατασκευάστηκε περί το 1400, αλλά έγινε δημοφιλές τρεις αιώνες αργότερα, στη μουσική του Μπαχ. Σε αυτό oι ήχοι παράγονται με την κρούση των χορδών από μικρά μεταλλικά ελάσματα που είναι στερεωμένα κάθετα στο πίσω μέρος του κάθε πλήκτρου. Το κλαβίχορδο είχε έναν ασθενή και απαλό ήχο, αλλά ο τρόπος κατασκευής του έδινε τη δυνατότητα στον εκτελεστή να επηρεάσει τις χορδές, ανάλογα με τον τρόπο που πατούσε τα πλήκτρα, και να επέμβει στην ποιότητα του ήχου. Μπορούσε δηλαδή να πετύχει ορισμένες αποχρώσεις στη δυναμική καθώς και ένα είδος βιμπράτο (Bebung). Ήταν ένα όργανο κατάλληλο για εκτέλεση σε κλειστό χώρο.

Το Πιανοφόρτε του Κριστοφόρι

Περί το 1700, ο Ιταλός Κριστοφόρι (Bartolommeo Cristofori), θέλοντας να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες για πιο εκφραστική και μελωδική μουσική, κατασκεύασε ένα όργανο στο σχήμα του τσέμπαλου, στο οποίο τα πλήκτρα συνδέθηκαν με «σφυράκια». Τα σφυράκια είχαν τη δυνατότητα να χτυπούν τις χορδές σιγά (piano) ή δυνατά (forte), ανάλογα με την πίεση που ασκούσε ο εκτελεστής πάνω στα πλήκτρα. Ονόμασε το όργανό του «τσέμπαλο που παίζει πιάνο και φόρτε» (το γνωστό μας πιανοφόρτε, κοινώς πιάνο). Το πιάνο μπορούσε επίσης ν’ αποδώσει όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις, από πολύ σιγά μέχρι πολύ δυνατά, και αυξομειώσεις,  από  σιγά  βαθμηδόν σε  δυνατά  (crescendo)  ή  από  δυνατά  βαθμηδόν  σε 

σιγά (diminuendo).  Χάρη σ’ ένα  μηχανισμό  μπορούσε  να  παίξει φθόγγους  «δεμένους» (legato) ή «χωρισμένους» και «κοφτούς» (staccato). Αυτές οι σημαντικές καινοτομίες έδωσαν στο καινούργιο πληκτροφόρο τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες. Το πιανοφόρτε του Κριστοφόρι είχε έκταση τέσσερις ως τεσσεράμισι οκτάβες.

Το πιάνο την εποχή των μεγάλων Κλασικών (Χάυντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν)

Οι κατασκευαστές που το βελτίωσαν και το εξέλιξαν στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα ήταν οι Γερμανοί Ζίλμπερμαν (G. Silbermann), Τσούμπε (J. Zumpe) και Στάιν (J.A. Stein).

Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν δύο «σχολές» κατασκευαστών, που χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς μηχανισμούς ενεργοποίησης των χορδών: η βιεννέζικη ή γερμανική και η αγγλική. Με τον βιεννέζικο μηχανισμό τα πλήκτρα ήταν πιο μαλακά και ο ήχος ανάμεσα στους ψηλούς και τους χαμηλούς φθόγγους πιο ομογενής. Τα όργανα αυτά ονομάζονταν φορτεπιάνο και την εποχή εκείνη θεωρούνταν τα καλύτερα.  Σε τέτοιου είδους πιάνο έπαιζε με ενθουσιασμό ο Μότσαρτ. Στα πιάνα με τον αγγλικό μηχανισμό το πάτημα των πλήκτρων ήταν πιο δύσκολο, οι χαμηλοί ήχοι ήταν πλούσιοι και ηχηροί ενώ οι ψηλοί ασθενείς. Το σύγχρονο πιάνο χρησιμοποιεί ένα βελτιωμένο αγγλικό μηχανισμό.

Το 1783 ο κατασκευαστής Μπρόντγουντ στο Λονδίνο (John Broadwood) προσθέτει τα δύο  πεντάλ και το 1784 αυξάνει τη μουσική έκταση σε 6 οκτάβες. Το πιάνο αριστερά κατασκευάστηκε από αυτόν τον οίκο το 1794. Χρονολογείται δηλαδή από την εποχή που ο Χάυντν επισκέφθηκε το Λονδίνο και είναι παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιούσε όταν έγραφε τις τελευταίες του σονάτες για πιάνο.

Το πιάνο δεξιά είναι και αυτό του Μπρόντγουντ και μοιάζει με αυτό που έστειλε ο κατασκευαστής στον Μπετόβεν το 1819 από το Λονδίνο στη Βιέννη. Το πιάνο ταξίδεψε 580 χιλιόμετρα πάνω με πλοίο και στη συνέχεια πάνω σε άμαξα που την έσυραν άλογα!

Πιάνο-πυραμίδα με επιπλέον πεντάλ για «εξωτικά» εφέ

Σε αυτό το πιάνο ένα πεντάλ ενεργοποιούσε μια μπαγκέτα που έκρουε το ηχείο σε απομίμηση της γκρανκάσας, ενώ ένα άλλο πεντάλ ενεργοποιούσε ένα μηχανισμό που μιμούνταν τα τούρκικα κύμβαλα και κουδουνάκια για έργα σε «τούρκικο» ύφος κλπ. Στη φωτογραφία ο ένας Μαυριτανός με την ενεργοποίηση του πεντάλ κρούει το ραβδί, ενώ ο άλλος κρούει κύμβαλα.

Το όρθιο πιάνο

Το σχέδιο του όρθιου πιάνου είχε εφαρμοστεί ήδη από τον 16ο αιώνα σε ορισμένα τσέμπαλα. Τον 18ο αιώνα πολλοί κατασκευαστές, ειδικά στη Γερμανία, προσπάθησαν να εφαρμόσουν αυτό το σχήμα και στο πιανοφόρτε, κυρίως για οικονομία χώρου. Το 1800 κατασκευάστηκαν τα πρώτα ικανοποιητικά όρθια πιάνα. (αριστερή εικόνα). Ένα είδος όρθιου πιάνου ήταν και το πιάνο-καμηλοπάρδαλη.

Το τραπεζοειδές πιάνο

Δημιουργήθηκε από την εποχή που Γερμανοί κατασκευαστές, και ειδικότερα ο Γιοχάννες Ζόχερ (Johannes Socher) το 1742, προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα πιάνο που να έχει το παραδοσιακό τραπεζοειδές σχήμα του κλαβίχορδου. Το τραπεζοειδές πιάνο ήταν της μόδας μέχρι περίπου το 1900. Το πιάνο στην εικόνα είναι του 1850.

Το πιάνο της Ρομαντικής εποχής

Κατά τον 19ο αιώνα το πιάνο γινόταν όλο και πιο δυνατό σε ήχο και ανταποκρινόταν όλο και καλύτερα σε κάθε πάτημα του πλήκτρου. Η τελειοποίηση του μηχανισμού διπλού χτυπήματος από τον Εράρ (Sebastien Erard, Παρίσι 1821) οδήγησε σε πιο γρήγορο παίξιμο και δεξιοτεχνική εκτέλεση. Αριστερά βλέπεις ένα πιάνο του Εράρ του 1854.

Το 1825 ο Μπάμποκ (Alphaeus Babcock, Βοστόνη) κατασκεύασε ένα σκελετό εξολοκλήρου μεταλλικό, κάτι που επέτρεπε πιο δυνατό τέντωμα των χορδών, που και αυτές έγιναν παχύτερες. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ήχος εντονότερος, πλουσιότερος και λαμπερότερος. Το 1826 τα σφυράκια καλύπτονται πλέον από τσόχα αντί για δέρμα που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε. Και τα πιάνα έχουν πια μουσική έκταση 7 οκτάβες.

Τα σύγχρονα, σαν και αυτό του περίφημου οίκου Στάινγουεϋ (Steinway and Sons), έχουν 8 και πλέον οκτάβες.