Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Όργανο

Όργανο

Το Όργανο, ο “βασιλιάς των οργάνων”, όπως το αποκαλούσε ο Μότσαρτ, είναι από τα πιο σύνθετα, πολύπλοκα αλλά και μεγαλοπρεπή όργανα. Είναι ένα πληκτροφόρο αερόφωνο όργανο, δηλαδή ένα πνευστό όργανο με πλήκτρα. Επειδή το Όργανο μπορεί να μιμηθεί και τους ήχους άλλων οργάνων, ο εκτελεστής είναι σαν να ελέγχει με τα χέρια του μια ολόκληρη ορχήστρα, και μάλιστα ολόκληρο το σώμα του ―χέρια, πόδια και κορμός― είναι σε συνεχή κίνηση.                                                                                                     

Τα βασικά στοιχεία από τα οποία αποτελείται είναι:

Η αεραποθήκη, δηλαδή o «πνεύμονας» του Οργάνου. Σε ένα απλό πνευστό όργανο ο εκτελεστής με την εισπνοή του αντλεί αέρα, τον αποθηκεύει στα πνευμόνια του και με την εκπνοή του τον διοχετεύει με πίεση μέσα στο σωλήνα, ενώ στο Όργανο η λειτουργία άντλησης του αέρα, αποθήκευσης και διοχέτευσής του γίνεται με μηχανικό τρόπο. Στα παλαιότερα Όργανα η άντληση αέρα γινόταν με χειροκίνητα φυσερά, που σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις ήταν και ...ποδοκίνητα!                               

Οι ηχητικοί σωλήνες ή αυλοί, διαφορετικών μεγεθών, σχημάτων, τύπων και υλικών. Οι αυλοί είναι οργανωμένοι σε ομάδες, που λέγονται ρεγκίστρα. Κάθε ομάδα αυλών παράγει διαφορετικό ηχόχρωμα. Δηλαδή, πέρα από τον βασικό και χαρακτηριστικό ήχο του, το Όργανο μπορεί να μιμηθεί και άλλα όργανα, όπως τη βιόλα, την τρομπέτα, το κορνέτο, το κλαρινέτο, την ανθρώπινη φωνή κλπ. Με τη βοήθεια των μοχλών, ο εκτελεστής επιλέγει κάθε φορά τις σειρές αυλών που θα ενεργοποιήσει, για να παραγάγει έτσι τα διαφορετικά ηχοχρώματα. Μπορεί επίσης να συνδυάσει ηχοχρώματα. Οι σωλήνες κάθε σειράς είναι διαβαθμισμένοι σύμφωνα με το μέγεθός τους: όσο πιο μικρός είναι ο αυλός τόσο οξύτερη είναι η παραγόμενη νότα και όσο πιο μεγάλος και φαρδύς, τόσο βαθύτερη.

Τα πληκτρολόγια χεριών και ποδιών. Την ώρα που ο εκτελεστής πατάει κάποιο πλήκτρο, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που διοχετεύει αέρα σε πίεση από την αεραποθήκη σε κάποιο/ους αυλό/ούς. Τα πληκτρολόγια παράγουν διαφορετικά ηχητικά εφέ. Για παράδειγμα, το κύριο πληκτρολόγιο  παράγει και τους πιο ισχυρούς ήχους. Με ένα άλλο πληκτρολόγιο ο εκτελεστής μπορεί να παράγει αυξομειώσεις στην ένταση του ήχου, καθώς με το άνοιγμα ή κλείσιμο των περσίδων ο ήχος μπορεί να γίνει περισσότερο ή λιγότερο «γεμάτος». Ένα άλλο Όργανο πάλι, το ποζιτίφ, παράγει έναν πιο μαλακό, πιο γλυκό ήχο, κατάλληλο για τη συνοδεία χορωδιακών  έργων  ή  για  πιο  ήρεμη μουσική κλπ. Το πληκτρολόγιο ποδιών ή πεντάλ έχει και αυτό την ίδια διάταξη πλήκτρων. Ο εκτελεστής παίζει στα πλήκτρα με τη μύτη και τη φτέρνα των ποδιών του.

Το μεγάλο Όργανο στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών έχει 6080 αυλούς, οργανωμένους σε 76 ρεγκίστρα (ομάδες αυλών), επομένως έχει αντίστοιχα 76 μοχλούς. Ο μικρότερος αυλός έχει μήκος περίπου 5 χιλιοστά και ο μεγαλύτερος 4,93 μέτρα! Οι ακραίοι αυτοί σωλήνες βρίσκονται στα όρια της ικανότητας της ανθρώπινης ακοής. Το Όργανο λοιπόν καλύπτει  όλο το εύρος των μουσικών ήχων που μπορεί να ακούσει το ανθρώπινο αυτί. To Όργανο έχει τέσσερα πληκτρολόγια χεριών και ένα ποδιών.

Σαν μακρινός πρόγονος του Οργάνου μπορεί να θεωρηθεί ο αυλός του Πανός ή σύριγγα του Πανός, που αποτελούνταν από μια σειρά ηχητικούς σωλήνες από καλάμι, τοποθετημένους ανάλογα με το μήκος τους, μέσα από τους οποίους φυσούσε ο εκτελεστής.

 

Ένα όργανο από το φιλί του Πάνα!

Για την καταγωγή του αυλού του Πανός αναφέρει ένας αρχαίος ελληνικός μύθος ότι ο Πάνας, ποιμενικός θεός, προστάτης των δασών, των κοπαδιών και των βοσκών, αγάπησε μια νύμφη από την Αρκαδία, την κόρη του ποταμού Λάδωνα, που λεγόταν Σύριγξ. Η νύμφη, τρομαγμένη από την καταδίωξη του θεού, ικέτευσε τον Δία να τη σώσει. Ετσι, τη στιγμή που ο Πάνας την έπιασε, εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τρελός από θυμό και απογοήτευση, ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της νύμφης, και μετανιωμένος για την πράξη του, άρχισε να κλαίει και να φιλά τα κομμάτια της καλαμιάς. Ακούγοντας τους θαυμαστούς, μαγικούς ήχους που έβγαιναν, καθώς φυσούσε κλαίγοντας, οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας.

 

Το παλαιότερο γνωστό Όργανο είναι η ύδραυλις, που επινοήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από τον περίφημο μηχανικό της εποχής Κτησίβιο, και την εποχή εκείνη θαυμαζόταν σαν σημαντικό τεχνολογικό επίτευγμα. Η ονομασία ύδραυλις προέρχεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε για τη λειτουργία της έναν υδραυλικό μηχανισμό.

Το παλαιότερο μουσικό όργανο του είδους που έχει σωθεί είναι η χάλκινη ύδραυλις του Δίου, που ανακαλύφθηκε τον Αύγουστο του 1992 στο Δίον από τον Καθηγητή Αρχαιολογίας Δημήτρη Παντερμαλή και χρονολογείται πιθανότατα στον 1ο αιώνα π.Χ.                              

Από τους Ελληνες το Όργανο πέρασε στους Ρωμαίους και στη συνέχεια στους Βυζαντινούς, και μάλιστα η Κωνσταντινούπολη έγινε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα κατασκευής Οργάνων. Στον βυζαντινό κόσμο το Όργανο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε εκκλησίες παρά μόνο σε κοσμικές διασκεδάσεις και τελετές.

Στη Δυτική Ευρώπη το Όργανο ξαναεμφανίζεται το 757 μ.Χ., όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' χαρίζει ένα Όργανο στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου. Αργότερα, ένα δεύτερο Όργανο προσφέρεται στον ίδιο τον Καρλομάγνο. Από τότε τα Όργανα άρχισαν να κατασκευάζονται και να διαδίδονται στη Δύση, όπου συνδέθηκαν άρρηκτα με την εκκλησιαστική μουσική.                                                                         

 

Νερό, αέρας, ηλεκτρισμός!

Στους πρώτους αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού έγινε μια από τις σπουδαιότερες τεχνικές βελτιώσεις στην ιστορία του Οργάνου: η αντικατάσταση του υδραυλικού συστήματος σταθεροποίησης της πίεσης από ένα σύστημα φυσερών, που εξασφάλιζαν τη σταθερή πίεση του αέρα. Η καινοτομία αυτή καθιστούσε το Όργανο ευκολότερο στη χρήση του, κυρίως γιατί η βαριά δεξαμενή νερού δεν ήταν πλέον απαραίτητη. Απαλλαγμένο από το επιπλέον βάρος του νερού, το Όργανο άρχισε να κατασκευάζεται και σε μεγαλύτερα μεγέθη. Ο μηχανισμός αυτός καθιερώθηκε αρκετά σύντομα και κυριάρχησε στην ιστορία του Οργάνου μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οπόταν αντικαταστάθηκε από ηλεκτρικό μηχανισμό για την άντληση του αέρα και τη σταθεροποίηση της πίεσής του.

Κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, παράλληλα με τα μεγάλα Όργανα κατασκευάστηκε και μια αρκετά μεγάλη ποικιλία μικρότερων σε μέγεθος Οργάνων, γνωστά με τα ονόματα «πορτατίφ» (portatif=φορητό),

«ποζιτίφ» (positif, από το poser= θέτω, τοποθετώ), που το τοποθετούσαν σε ένα τραπέζι ή στο πάτωμα,

ρεγκάλ (regal), που έμοιαζε με ανοιχτή Βίβλο κλπ. και σε όλους τους επόμενους αιώνες, μέχρι τις μέρες μας, τα Όργανα δεν έπαψαν να εξελίσσονται και να τελειοποιούνται.

Κάθε Όργανο είναι μοναδικό: ποτέ δεν είναι ίδια δύο Όργανα, ακόμη και αν προέρχονται από τον ίδιο κατασκευαστή. Έχουν σχέση με το μέγεθος της αίθουσας, με ορισμένες ιδιαίτερες λεπτομέρειες στην κατασκευή, με τον αριθμό των ρεγκίστρων κλπ. Ένας οργανίστας πρέπει να προσαρμόζεται πάντα στο όργανο που παίζει. Μάλιστα, κατά την εποχή του Μπαρόκ, στην οποία γράφτηκαν πολλά έργα για το όργανο αυτό και έζησαν σπουδαίοι κατασκευαστές Οργάνων, πολλοί μουσικοί και κατασκευαστές ταξίδευαν σε διάφορες περιοχές για να γνωρίσουν διάφορα Όργανα και να τα δοκιμάσουν.

 

Τρεις μέρες περπάτημα!

Φαίνεται ότι ο Γ. Σ. Μπαχ, είκοσι περίπου ετών, περπάτησε κάπου τρεις μέρες από το Άρνσταντ στο Λύμπεκ για να δοκιμάσει ένα περίφημο Όργανο του Σνίτγκερ που βρισκόταν εκεί και βέβαια ν’ ακούσει τον διάσημο οργανίστα Mπουξτεχούντε, σε προχωρημένη πια ηλικία, να παίζει στο όργανο αυτό. Λέγεται  ότι ο Μπουξτεχούντε ζήτησε από τον Μπαχ να τον διαδεχτεί στη θέση του οργανίστα, με τον όρο να παντρευτεί την κόρη του, σύμφωνα με μια παράδοση που έλεγε ότι ο διάδοχος πρέπει να παντρευτεί την κόρη του προκατόχου του. Η κόρη όμως του Μπουξτεχούντε ήταν ήδη τριαντάρα (την εποχή εκείνη

μια ανύπαντρη τριαντάρα θεωρούνταν γεροντοκόρη) και κατά τα φαινόμενα μάλλον άσχημη! Ο Μπαχ αρνήθηκε την πρόταση, μένοντας πιστός στη Μαρία Μπάρμπαρα, την πρώτη του γυναίκα, την οποία και παντρεύτηκε την επόμενη χρονιά. Και να σκεφθεί κανείς ότι τη θέση αυτή του οργανίστα με τον υποχρεωτικό συνοδευτικό όρο την είχαν ήδη αρνηθεί τόσο ο Χαίντελ όσο και άλλοι συνθέτες!

 

«...κάποιος αρχάγγελος άγγιζε τα πλήκτρα...»

Γράφει η Αννα Μαγκνταλένα, η δεύτερη σύζυγος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ στο “Μικρό Χρονικό” της: “Μόλις έσπρωξα την πόρτα (της εκκλησίας) έφτασε στ’ αυτιά μου ο ήχος του Οργάνου κι ήταν τόσο υπέροχη η μουσική που ξεχύθηκε ξαφνικά απ’ το μισοσκόταδο, ώστε νόμισα ότι κάποιος αρχάγγελος άγγιζε τα πλήκτρα. Γλίστρησα αθόρυβα μέσα κι απόμεινα ακίνητη [...] . Μέσα στη μέθη αυτής της μουσικής είχα χάσει κάθε συναίσθηση του χρόνου. Κι όταν σταμάτησε απότομα, με μια σειρά μεγαλόπρεπων συγχορδιών, που νόμιζες ότι τράνταζαν συθέμελα την εκκλησία, εγώ έστεκα ακόμη ορθή, συνεπαρμένη, κοιτάζοντας προς τα πάνω, λες κι η βροντή που έβγαινε με δύναμη από τους σωλήνες συνέχιζε να ηχεί. Εκείνη όμως τη στιγμή φάνηκε στον άμβωνα ο οργανίστας [...] που δεν ήταν άλλος από τον Σεμπάστιαν […]”.