Αποτελείται από δύο ξεχωριστούς παράλληλους ξύλινους σωλήνες, που ενώνονται στο άκρο τους με έναν τρίτο σωλήνα λυγισμένο σε σχήμα U. Επειδή το όργανο είναι βαρύ, κρεμιέται στο λαιμό με έναν ιμάντα ή στηρίζεται στο πάτωμα με ένα μεταλλικό στήριγμα. Είναι όργανο με διπλή γλωττίδα, σαν το όμποε.
Ο ρόλος του μέσα στα ξύλινα πνευστά αντιστοιχεί με αυτόν του βιολοντσέλου στα έγχορδα. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τρεισήμισι οκτάβες. Ο ήχος του είναι πλούσιος και βαθύς, και έχει τον χαρακτηριστικό ένρινο και «καλαμένιο» ήχο των οργάνων με διπλή γλωττίδα.
Το φαγκότο είναι από τα σημαντικά ξύλινα πνευστά της ορχήστρας. Κατά την Μπαρόκ και Κλασική εποχή, οι συνθέτες πολύ σπάνια του ανέθεταν σολιστικό μέρος. Την εποχή εκείνη συνήθως έπαιζε τη γραμμή του μπάσου των ξύλινων πνευστών ή ντουμπλάριζε τη μουσική του βιολοντσέλου.
Το φαγκότο μπορεί να αποδώσει με πολύ χιούμορ ορισμένα κομμάτια. Ωστόσο σε άλλες περιπτώσεις το άκουσμά του μπορεί να έχει σοβαρό ή και μελαγχολικό χαρακτήρα.
Ένα δεμάτι ξύλα!
Οι πληροφορίες για τους προγόνους του φαγκότου πριν από τον 17ο αιώνα είναι συγκεχυμένες. Τα ευρήματα είναι ελάχιστα και οι γραπτές πηγές χρησιμοποιούν διάφορες ασαφείς ονομασίες. Τα πρώτα φαγκότα, που έμοιαζαν κάπως με τα σημερινά, εμφανίστηκαν στη Γαλλία στις αρχές του 17ου αιώνα. Ονομάστηκαν fagot (=δεμάτι ξύλα), επειδή σύμφωνα με τις περιγραφές της εποχής αποτελούνταν από «δύο ξύλινους σωλήνες ενωμένους μεταξύ τους σαν δεμάτι...». Το φαγκότο βελτιώθηκε σημαντικά από τα μέσα του 18ου αιώνα, κυρίως με την προσθήκη νέων κλειδιών. Στις αρχές του 19ου αιώνα το όργανο σχεδιάστηκε ξανά με μεγάλη επιτυχία από τα μέλη της οικογένειας των Γερμανών κατασκευαστών Χέκελ (Heckel).