Κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο ή εβονίτη. Το κωνικό σχήμα του σωλήνα και η διπλή γλωττίδα δίνουν στο όργανο αυτό τον χαρακτηριστικό ένρινο και διαπεραστικό του ήχο. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τρεις οκτάβες. Συχνά, στις αργές κυρίως μελωδίες, ο ήχος του είναι μελαγχολικός και πολύ εκφραστικός. Μπορεί όμως να παίξει και γρήγορες, ζωντανές και ευέλικτες μελωδίες.
Επειδή ο σωλήνας του όμποε είναι αρκετά στενός, συγκρινόμενος με το σωλήνα των άλλων ξύλινων πνευστών της ορχήστρας, ο εκτελεστής, καθώς φυσάει μέσα στο όργανό του, «ξοδεύει» λιγότερο αέρα απ’ ό,τι οι εκτελεστές των άλλων οργάνων. Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να παίζει νότες με μεγάλες αξίες ή aκόμα και μια μεγάλη μουσική φράση με μία αναπνοή. Η διπλή γλωττίδα, συνήθως από καλάμι, κατασκευάζεται από τον ίδιο τον εκτελεστή, διαδικασία που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα και υπομονή. Λόγω του διαπεραστικού του ήχου, το όμποε δίνει τον τόνο (λα) στην ορχήστρα πριν αρχίσει η συναυλία για το κούρδισμα των οργάνων της.
Η καταγωγή του όμποε είναι πολύ παλιά. Σε πολλούς από τους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία) συναντάει κανείς διάφορους τύπους αυλών, που είχαν πολλά από τα χαρακτηριστικά του όμποε, όπως τη διπλή γλωττίδα, το κωνικό σχήμα του σωλήνα και τις οπές για την παραγωγή φθόγγων διαφορετικού ύψους. Οι αυλοί ήταν από τα πιο σημαντικά όργανα των aρχαίων Ελλήνων.
Ο αυλός και το πνεύμα του Διονύσου
Στην αρχαία Ελλάδα ο αυλός συνδεόταν με τη λατρεία και το πνεύμα του Διονύσου, που χαρακτηριζόταν από πάθος, ορμητικότητα, υπερβολή στην έκφραση. Σχεδόν πάντα παιζόταν σε ζευγάρια («δίαυλος» ή «δίδυμοι αυλοί» ή «δικάλαμος»), ο καθένας με δικό του επιστόμιο. Ο ίδιος αυλητής κρατούσε έναν αυλό σε κάθε χέρι και φυσούσε ταυτόχρονα και στους δύο μαζί. Ο ένας αυλός έπαιζε την «αρμονία» (έτσι ονόμαζαν οι Αρχαίοι τη «μελωδία»), ενώ ταυτόχρονα ο άλλος πιθανόν να έπαιζε κάποια παραλλαγή της («ετεροφωνία») ή ένα ισοκράτημα. Σε αυτή τη μελανομορφη λύκιθο του 500 π.Χ. βλέπεις τις Σειρήνες να παίζουν αυλούς, ενώ ο Οδυσσέας τις ακούει δεμένος στο κατάρτι του πλοίου του.
Στην Ευρώπη διάφοροι αυλοί τύπου όμποε ήρθαν κατά τον 12ο αιώνα από τις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής.
‘Ομποε, τι λέξη παράξενη!
Το καθαυτό όμποε, που προέρχεται από τις Αυλές του Μεσαίωνα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία, στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’, με την ονομασία «hautbois» (οι λέξεις haut–bois σημαίνουν «ψηλό» ή «ηχηρό» ξύλο). Από την κακή προφορά της λέξης προήλθε η ονομασία όμποε (oboe), που έχει επικρατήσει σήμερα στις περισσότερες χώρες.
Σχεδόν όλες οι ορχηστρικές συνθέσεις που γράφτηκαν μετά το 1700 περιλαμβάνουν ένα μέρος για όμποε. Μάλιστα οι συνθέτες της «Σχολής του Μάνχαϊμ» (μέσα του 18ου αιώνα), μετά την εγκατάλειψη του μπάσο κοντίνουο, αναθέτουν το «αρμονικό συμπλήρωμα» σε δύο όμποε και δύο κόρνα. Τα όμποε βελτιώθηκαν σημαντικά κατά τον 19ο αιώνα με την προσθήκη κλειδιών.