Κατασκευάζεται από ξύλο, εβονίτη ή σπανιότερα από μέταλλο. Η παραγωγή του ήχου του με μονή γλωττίδα και το κυλινδρικό σχήμα του σωλήνα του δίνουν στο όργανο αυτό το ιδιαίτερο ηχόχρωμά του. Έχει τη μεγαλύτερη μουσική έκταση απ’ όλα τα ξύλινα πνευστά (μεγαλύτερη από τρεις oκτάβες). Είναι ένα όργανο πολύ ευέλικτο και μπορεί να παίζει γρήγορα τρίλιες, να κάνει άλματα και γρήγορα περάσματα και αρπίσματα, γι’ αυτό και οι συνθέτες τού επιφυλάσσουν συχνά σολιστικά μέρη στα έργα τους.
Είναι πλούσιο σε ηχοχρώματα. H ποιότητα του ήχου του ποικίλλει ανάλογα με το ύψος της οκτάβας που παίζει. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ηχοχρώματα είναι το λεγόμενο chalumeau (ονομασία που προέρχεται από το ομώνυμο όργανο από το οποίο κατάγεται), που παράγεται από τη χαμηλότερη oκτάβα της μουσικής του έκτασης. Οι νότες που παίζονται σε αυτή την oκτάβα είναι σκοτεινές, θερμές και βελούδινες. Η καλύτερη περιοχή της μουσικής του έκτασης βρίσκεται από εκεί και πάνω, με εξαίρεση μερικούς σκληρούς και διαπεραστικούς ήχους στην ψηλή του περιοχή.
Παππούς και εγγονός!
Το κλαρινέτο επινοήθηκε γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα από τον Γιόχαν Ντέννερ (Johann Denner), έναν κατασκευαστή οργάνων από τη Νυρεμβέργη. Προήλθε από βελτιώσεις πάνω στον πρόγονό του, το chalumeau (σαλιμό, από το ελληνικό κάλαμος). Ο Ντέννερ ονόμασε το καινούργιο όργανο κλαρινέτο, επειδή οι ψηλές του νότες θύμιζαν κάπως τον λαμπρό και οξύ ήχο μιας μικρής τρομπέτας, που ονομαζόταν κλαρίνο (clarino, από το λατινικό clarus = καθαρός, διαπεραστικός, δυνατός).
Το κλαρινέτο βρήκε μόνιμη θέση στην ορχήστρα κατά τα μέσα του 18ου αιώνα και ο Μότσαρτ ήταν από τους πρώτους σημαντικούς συνθέτες που έγραψε μουσικά μέρη ειδικά γι’ αυτό.