Η λέξη κόρνο προέρχεται από τη λατινική cornu, που σημαίνει «κέρατο ζώου». Το σύγχρονο κόρνο (γνωστό επίσης σαν «γαλλικό» κόρνο ή κόρνο με κλειδιά) έχει έναν μακρύ κωνικό σωλήνα, μήκους περίπου 3.75 μέτρα, που ελίσσεται και τελειώνει σε μια μεγάλη «καμπάνα», σαν φαρδύ χωνί. Παράγει ένα πλούσιο και ζεστό ηχόχρωμα.
Ο εκτελεστής χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι για να ελέγχει τις τρεις βαλβίδες. Το δεξί του χέρι, τοποθετημένο μέσα στην «καμπάνα», κρατάει το όργανο. Αν όμως σπρώξει το χέρι του βαθύτερα, επηρεάζει το ηχόχρωμα, που γίνεται πιο λεπτό, αλλά πιο διαπεραστικό και μεταλλικό. Και αν σπρώξει το χέρι του ακόμα πιο βαθιά στην «καμπάνα» και φυσήξει πολύ δυνατά, παράγει ένα «βραχνό» ηχόχρωμα, γνωστό σαν cuivré (=χάλκινο). Το χέρι, εκτός από το ηχόχρωμα, μπορεί να επηρεάσει και την οξύτητα των φθόγγων: καθώς ο εκτελεστής το τοποθετεί μέσα στην «καμπάνα», κονταίνει το σωλήνα και οξύνει τον ήχο κατά ένα ημιτόνιο.
Με τη χρήση της σουρντίνας, ο εκτελεστής μπορεί να δημιουργήσει και άλλα ηχητικά εφέ. Κατασκευασμένη από μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι, η σουρντίνα τοποθετείται μέσα στην «καμπάνα» και κάνει τον ήχο πιο αδύνατο και θολό, σαν να έρχεται από μακριά.
Tο κόρνο, όπως και τα άλλα χάλκινα πνευστά, έχουν πολύ παλαιά ιστορία. Οι νεότεροι και αμεσότεροι πρόγονοί του είναι τα κόρνα της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ήταν συνδεδεμένα κυρίως με το κυνήγι και με στρατιωτικές δραστηριότητες, όπως το να παίζουν φανφάρες και να δίνουν παραγγέλματα. Προς τα τέλη του Μεσαίωνα, τα κόρνα απέκτησαν μακρύτερο σωλήνα, που για πρακτικούς λόγους έγινε σπειροειδής (κουλουριαστός), καθώς και ειδικά επιστόμια.
Ύστερα από συνεχείς βελτιώσεις, τα κόρνα, από τον 18ο αιώνα και μετά, έγιναν μέλη της ορχήστρας. Μάλιστα, οι συνθέτες της «Σχολής του Μάνχαϊμ» (μέσα του 18ου αιώνα), μετά την εγκατάλειψη του μπάσο κοντίνουο, αναθέτουν το «αρμονικό συμπλήρωμα» σε δύο όμποε και δύο κόρνα. Με την εφαρμογή του συστήματος των βαλβίδων (1815), το κόρνο έγινε πιο ευέλικτο και εύχρηστο.
Για φαντάσου!
Ο Μότσαρτ μέχρι την ηλικία των 10 ετών είχε έναν ιδιαίτερο φόβο για το κόρνο, όταν ηχούσε μόνο του, χωρίς τα άλλα όργανα της ορχήστρας. «Τον τρόμαζε τόσο, σαν να ήταν πιστόλι στραμμένο επάνω του», αναφέρει ένας φίλος του πατέρα του σε κάποια επιστολή. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Μότσαρτ να γράψει αργότερα τέσσερα θαυμάσια κοντσέρτα για κόρνο και ορχήστρα!