Ο Μανώλης Καλομοίρης υπήρξε από τους πιο σημαντικούς Έλληνες συνθέτες. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε μουσική στη Βιέννη. Ήταν οπαδός του δημοτικισμού και διατράνωνε τις απόψεις του μέσα από τις σελίδες του ιστορικού περιοδικού Νουμάς. Το Ιούνιο του 1908 και ενόσω εργάζεται ως καθηγητής πιάνου στο Χάρκοβο (1906-1910), δίνει την πρώτη του συναυλία με έργα του στο Ωδείο Αθηνών. Στο πρόγραμμα παρουσιάζει σε ακραία δημοτική την άποψή του για το πώς θα πρέπει να πορευθεί η ελληνική μουσική, ποια πρότυπα πρέπει να ακολουθήσει και από πού μπορεί να αντλήσουν την έμπνευσή τους οι Έλληνες συνθέτες. Το κείμενο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως το μανιφέστο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στα τέλη του 1910 και διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών. Θαύμαζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωστή Παλαμά, θεωρώντας τους ακρογωνιαίους λίθους της ευημερίας της Ελλάδας. Το 1919 ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο και το 1926 το Εθνικό Ωδείο, με το οποίο συνέδεσε μεγάλο μέρος της παιδαγωγικής του πορείας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του συνέβαλε στην ίδρυση σημαντικών μουσικών θεσμών, στους οποίους κατέλαβε και διευθυντικές θέσεις, όπως: γενικός επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών, γενικός διευθυντής και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Υπήρξε ο πρώτος μουσικός που εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην αντίστοιχη έδρα.
Η εργογραφία του Μανώλη Καλομοίρη περιλαμβάνει όπερες, συμφωνικά έργα, έργα μουσικής δωματίου και πολλά άλλα. Βασική πηγή έμπνευσης αποτελεί η Ελλάδα και το παρελθόν της, με ιδιαίτερη έμφαση στη λαϊκή παράδοση και -σε μικρότερο ποσοστό- και το βυζαντινό παρελθόν. Παρόλο που η δημοτική μουσική αποτελεί σημαντικό πυλώνα της δημιουργίας του, ο Καλομοίρης δεν χρησιμοποιεί συχνά αυτούσιες μελωδίες δημοτικών τραγουδιών. Μία από τις σημαντικότερες και δημοφιλείς δημιουργίες του παραμένει η Συμφωνία της Λεβεντιάς.
Καλομοίρης: “Γερή εθνική μουσική δίχως γερή φιλολογία δεν συντυχαίνουνε”