Κατατάσσεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής και θεωρείται από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της. Η αγάπη του για τον πολιτισμό λαών της Εγγύς και της Άπω Ανατολής, επηρέασε τόσο το μουσικό, όσο και το λογοτεχνικό του έργο. Δεν ήταν λίγες οι φορές άλλωστε που έδωσε διαλέξεις πάνω σε θέματα πρωτάκουστα για την εποχή εκείνη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον Δημήτριο Λάλα, μαθητή, συνεργάτη και φίλο του Βάγκνερ, συνεχίζοντας στο Μόναχο και το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με άλλον ένα κατοπινό εκπρόσωπο της εθνικής σχολής, τον Μάριο Βάρβογλη. Μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη όπου διδάσκει πιάνο, θεωρητικά και χορωδία στο Κρατικό Ωδείο, που μόλις ίεχε ιδρυθεί. Το επίθετο Ριάδης ήταν το μουσικό του ψευδώνυμο (πραγματικό επίθετο Κου) με το οποίο έγινε γνωστός και αποτελεί σύντμηση του λογοτεχνικού του ψευδώνυμου Ελευθεριάδης που χρησιμοποιούσε συμβολικά, όταν νεαρός έγραφε πατριωτική ποίηση.
Ο Ριάδης είναι γνωστότερος για τα τραγούδια του, ιδίως εκείνα με ανατολίτικο χρώμα, γραμμένα συχνά πάνω σε δική του ποίηση, που του χάρισαν χαρακτηρισμούς όπως Σούμπερτ και Μουσόργκσκι της Ελλάδας. Πέθανε πρόωρα αφήνοντας πίσω του αρκετά ημιτελή έργα, είτε με πολλαπλές εκδοχές, γιατί δύσκολα τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα. Στο ύφος της εθνικής σχολής εντάσσονται περισσότερο έργα που έγραψε στη Θεσσαλονίκη. Είναι από τους λίγους Έλληνες συνθέτες που μελοποίησε τη Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου και την Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής.
Ριάδης: «Παρθενώνες πρέπει και εμείς ν’ αφήσουμε πίσω μας, μουσικούς»